Toυ Κυριάκου Αθανασιάδη
Τότε όλα ήταν ταινίες: μια κινηματογραφική επέλαση, ένας βίαιος πόλεμος με το άσχημο μέλλον μας — έπρεπε να το κατακτήσουμε, να το αλλάξουμε, έπρεπε να προλάβουμε, να προλάβουμε, να νιώσουμε επαρκείς και σ’ αυτό, και σ’ εκείνο, και στο άλλο είδος, και στον σινεμά εκείνης της χώρας, μα και της άλλης, και σαφώς σε όλες τις σχολές,
στον εμπορικό και στον ποιοτικό και στον ευρωπαϊκό και στον αμερικανικό και στον ινδικό, και στις κλασικές, και στις βωβές, και στο νουάρ, και στην κωμωδία — σε ό,τι ήταν εικόνα, εναλλαγή χρόνου και χώρου, σε καθετί που ήταν βλέμμα και, εντέλει, αφήγηση. Τότε, που όλα ήταν ταινίες (κι εμείς παιδιά που πολεμάγαμε με το άσχημο μέλλον μας), η πόλη για μας ήταν οι αίθουσές της, και το ασθματικό μας τρέξιμο από τη μία στην άλλη, σχεδόν όπως αυτό των νεαρών με τα μακριά μαλλιά και τα παλιά μηχανάκια με τις σπασμένες εξατμίσεις που έτρεχαν διαβολεμένα από σινεμά σε σινεμά μοιράζοντας, στα διαλείμματα, τις μπομπίνες. Τους έλεγαν καμικάζι, και πράγματι ήταν. Τους περιμέναμε με αγωνία καπνίζοντας στο φουαγέ και τους θαυμάζαμε.
Έπειτα, κι ενόσω ο πόλεμος συνεχιζόταν (με τρομερές απώλειες), όλα έδειχναν να ’χουν πάρει έναν πιο στρωτό, πιο πατημένο δρόμο, με ολοένα και σαφέστερες επιλογές, αν και όχι κατ’ ανάγκην σοφότερες, και με πολλές αγάπες, και φυσικά με ακόμη περισσότερες άγνωστες λέξεις. Όλο και περισσότερες άγνωστες λέξεις, ένα πελώριο πεδίο άγνωστων λέξεων. Είχαμε κατακτήσει ένα τόσο δα ύψωμα όλο κι όλο, και το κρατάγαμε με τα δόντια. Και είχαμε ήδη αρχίσει να καταλαβαίνουμε πως δεν ήταν γραφτό να νικήσουμε το άσχημο μέλλον.
…Κι έπειτα μαυρίζει και χαρακώνεται η ταινία, και το σελουλόιντ κόβεται, και βρίσκομαι μ’ ένα δίσκο καφέδες στο χέρι, και μ’ όλους εκείνους τούς τόσο γνωστούς και τόσο λαμπρούς επισκέπτες της πόλης να σερβίρω, εκεί στο Ντορέ, που έρχονταν κατά πλήθη από το Αριστοτέλειον απέναντι, ξιφουλκώντας πριν καν καθίσουν. Τους ήξερα, τους περίμενα κάθε χρόνο τέτοιες μέρες, και με γοήτευαν — ακόμη και όσοι μού ήταν αντιπαθείς. Και, φυσικά, όλοι τους πέρναγαν και μέσα, στο σαλόνι του Κανελλόπουλου, και έσφιγγαν με χαμόγελα το χέρι του κυρίου Τάκη, που τους ανταπέδιδε τις φιλοφρονήσεις καθώς ανασηκωνόταν λίγο με λυγισμένα γόνατα.
Ήμουν, κατά κάποιον τρόπο, φίλος του — εννοώ: ναι, γκαρσόνι εγώ και θαμώνας εκείνος (καθόταν άπειρες ώρες στον καναπέ του), αλλά μαλώναμε συχνά για τα κινηματογραφικά, και κάναμε και ωραία σχέδια για εκείνη την επόμενη ταινία του. Εκείνη που θα πολέμαγε το άσχημο μέλλον. Το ’χα μεγάλο όνειρο να ανακατευτώ ως οτιδήποτε μ’ εκείνο το φιλμ, ακόμα και σαν γκαρσόνι. Ίσως —δεν ξέρω— γι’ αυτό σταμάτησα να πηγαίνω στο Φεστιβάλ από το ’90 και μετά.
Έπειτα (μην ξεχνάς), χάθηκε και ο τελευταίος καμικάζι. Και, έπειτα, σιγουρεύτηκα πως ποτέ, ποτέ δε μπορούμε να νικήσουμε το άσχημο μέλλον. Μόνο να πασχίζουμε να το αφηγούμαστε.
Κείμενο
που δημοσιεύτηκε στο περιοδικό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, Πρώτο Πλάνο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου