ΤΟΥ ΚΑΡΟΛΟΥ ΜΠΡΟΥΣΑΛΗ
Είκοσι Απριλίου του 1945. Το ρημαγμένο Βερολίνο ξύπνησε σημαιοστολισμένο. Στο ραδιόφωνο, η φωνή του Γκέμπελς ανάγγελλε τη νίκη που πλησίαζε κι ευχόταν χρόνια πολλά στον φίρερ: Ο Αδόλφος Χίτλερ γιόρταζε τα γενέθλιά του. Γινόταν 56 χρόνων!
Πρώτοι οι Σοβιετικοί του έστειλαν το δώρο τους, έναν καταιγιστικό κανονιοβολισμό του Βερολίνου από τις ανατολικές όχθες του ποταμού Όντερ, όπου μόλις είχαν φθάσει. Χωμένος δώδεκα μέτρα κάτω από τη γη, στον τρίτο υπόγειο όροφο του καταφυγίου του, ο εορτάζων άφησε για λίγο μόνη την ερωμένη του Εύα Μπράουν για να συσκεφθεί με τους επιτελείς του, πώς θα νικήσει τους Σοβιετικούς. Την ίδια ώρα, οι στρατιές του Ζούκοφ περνούσαν το ποτάμι.
Νότια, στο Μιλάνο, ο Μπενίτο Μουσολίνι συσκεπτόταν με τον επιτελή του Παβολίνι. Σχεδίαζαν να δώσουν το αποφασιστικό χτύπημα στους Αμερικανούς στην περιοχή Βαλτελίνε, αμέσως μόλις έφταναν οι 3.000 έως θανάτου αφοσιωμένοι μελανοχίτωνες οπαδοί του. Ονειρευόταν έναν ηρωικό θάνατο, που θα τον ανέβαζε στο πάνθεον της Ιστορίας.
«Έπαιξα, έχασα», έλεγε και η ερωμένη του Κλάρα Πετάτσι τον κοιτούσε στα μάτια με θαυμασμό: «Θα φύγω από τη ζωή, χωρίς μίσος».