Τρίτη 2 Μαΐου 2017

Η Πρωτομαγιά θυμίζει πάντα τον Αλέκο Παναγούλη!

ΤΗΣ  ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΣ ΚΟΛΛΙΑ
  
Πέρασαν 41 χρόνια από τον θάνατο του, ξημερώματα Πρωτομαγιάς του 1976, όταν το Fiat που οδηγούςε καρφώθηκε σε ένα υπόγειο κατάστημα στη συμβολή των οδών Βουλιαγμένης και Όλγας. Το Protagon θυμίζει πτυχές της ζωής του αγωνιστή που υπήρξε σύμβολο του αντιδικτατορικού αγώνα
  
Ο Αλέκος Παναγούλης είναι από τους ελάχιστους ήρωες της νεώτερης ελληνικής ιστορίας που «ΖΕΙ». Ίσως γιατί η δράση του, πολυσχιδής, ανατρεπτική, αναμφίβολα επαναστατική, υπερμεγέθης, την περίοδο της Χούντας των Συνταγματαρχών, συνταιριάζεται με ένα πρόσωπο τρυφερό και ταυτόχρονα οικείο, χαμογελαστό, ερωτικό.

Ο άντρας που πέρασε – και άντεξε – από το ελληνικό «Γκουαντάναμο» της εποχής, τις στρατιωτικές φυλακές στο Μπογιάτι, σε ένα κελί – τάφο, είναι ο ίδιος που φωτογραφίζεται ερωτευμένος, αγκαλιά με τη ντίβα της ιταλικής δημοσιογραφίας Οριάνα Φαλάτσι – σε μια σχέση εκρηκτική, καθοριστική, τόσο που πολλά χρόνια αργότερα, εκείνη θα εκμυστηρευθεί ότι δεν κατάφερε να πάει ποτέ «στον τάφο του Αλέκου».
Ο Παναγούλης φλέρταρε με τον θάνατο, αλλά αγαπούσε τη ζωή. Πέρασε από κόμματα, αλλά δεν χώρεσε στα κοστούμια τους. Η προσωπική του «τρέλα» υπερέβαινε όρια, φραγμούς στερεότυπα.
Ο μύθος του αντέχει στον χρόνο και για ακόμη έναν λόγο: υποκλίθηκαν μπροστά του οι εχθροί του. Ο Θόδωρος Θεοφιλογιαννάκος, ο αρχιβασανιστής της Χούντας, ο άνθρωπος που επί τρία χρόνια του κεντούσε με καυτές βελόνες την ουρήθρα του, στο Μπογιάτι, παραλήρησε κάποια στιγμή ενώπιον των δικαστών : «παρακαλώ να πιστέψει ότι τον εκτιμώ πολύ, ότι πάντα τον εκτιμούσα, ότι και τότε τον εκτιμούσα, τον εκτιμούσαμε πολύ… Διότι, κύριοι, ήταν ο μοναδικός που δεν υπέκυψε! Ο μοναδικός που δεν λύγισε ποτέ!».
Ο αρχηγός της ΕΣΑ Δημήτρης Ιωαννίδης έκπληκτος απέναντι στο σθένος του κρατούμενου, θα παραδεχθεί για τον Παναγούλη : «Δεν μιλάει. Πέσαμε στην περίπτωση ∙ ένας στο εκατομμύριο…»
Η απόπειρα κατά του δικτάτορα
Ο Αλέξανδρος Παναγούλης γεννήθηκε στη Γλυφάδα το 1939. Ήταν ο δεύτερος κατά σειρά γιος του αξιωματικού του στρατού ξηράς Βασιλείου Παναγούλη και της Αθηνάς Παναγούλη. Την εποχή της κορύφωσης του αγώνα για το 1-1-4, σπούδαζε στη Σχολή Μηχανολόγων – Ηλεκτρολόγων του Πολυτεχνείου ενώ είχε ενταχθεί στην Οργάνωση της Νεολαίας της Ένωσης Κέντρου του Γεωργίου Παπανδρέου. Έναν μήνα μετά την επιβολή του πραξικοπήματος, λιποτακτεί, εγκαταλείπει το στράτευμα στο οποίο έκανε τη θητεία του, και οργανώνει την αντιστασιακή του δράση. Ήταν η εποχή που γνωρίζει τον αμφιλεγόμενο κύπριο υπουργό Άμυνας -και αρχικώς διώκτη του- Πολύκαρπο Γεωρκάτζη, ο οποίος υπόσχεται να συμπλεύσει με τον Παναγούλη, ώστε να γίνει πραγματικότητα η απόπειρα δολοφονίας του δικτάτορα Γεωργίου Παπαδόπουλου.
Εκρηκτικά, χρήματα και προκηρύξεις φθάνουν στην Αθήνα, κρυμμένα στους διπλωματικούς σάκους της κυπριακής πρεσβείας.
Είναι Τρίτη και 13, Αύγουστος του 1968, ώρα 7.30 το πρωί. Συνοικισμός, Καλύβια, Λαγονήσι. Ο Γεώργιος Παπαδόπουλος μπαίνει στο αλεξίσφαιρο αυτοκίνητο, δώρο επιχειρηματιών, που κάποτε ανήκε στον αφρικανό πρώην δικτάτορα της Γκάνα, τον Κοάμε Νικρουμά. Μπροστά οι μοτοσυκλετιστές, πιο πίσω το αυτοκίνητο της Αστυνομίας και πίσω από την πρωθυπουργική λιμουζίνα το αυτοκίνητο της Ασφάλειας. Ο μηχανισμός θα εκπυρσοκροτήσει στη στροφή του 31ου χιλιόμετρου της παραλιακής Αθηνών – Σουνίου, δευτερόλεπτα μετά το πέρασμα της αυτοκινητοπομπής. «Εγώ το έκανα, εγώ που δεν μπορώ να σκοτώσω άνθρωπο. Εγώ που πρέπει, έπρεπε, να σκοτώσω τον τύραννο», θα γράψει αργότερα ο ίδιος.
Βουτάει στη θάλασσα για να ξεφύγει… Ο Παναγούλης συλλαμβάνεται και οδηγείται στο ΕΑΤ – ΕΣΑ, για να βασανιστεί με αγριότητα πρωτοφανή, που θα τον «αγιοποιούσε» στα μάτια του κόσμου, από τον Θεοφιλογιαννάκο, τον Μάλλιο, τον Μπάμπαλη.
Η «Ακρόπολη» της επόμενης ημέρας κυκλοφορεί στα περίπτερα με πρωτοσέλιδο τη «Δολοφονική απόπειρα εναντίον του Πρωθυπουργού» και στο πλάϊ δημοσιεύει φωτογραφία του Παναγούλη, με το μαγιό, ξυπόλητο: «Αυτός είναι ο δράστης».
Στη δίκη που θα ακολουθήσει τον Νοέμβριο, θα καταδικαστεί δις εις θάνατον. Μεταφέρεται στην Αίγινα για να τουφεκιστεί αλλά η διεθνής κατακραυγή, ακόμη και με διπλωματικά διαβήματα, αλλάζει τον ρου των γεγονότων. Στην Ιταλία, στις 12 το μεσημέρι της επόμενης ημέρας, νεκρώνουν οι δρόμοι. Ακινητοποιούνται όλα τα μέσα μεταφοράς και τα ΙΧ, οι πολίτες τηρούν πέντε λεπτών σιγή.
Η Χούντα κάνει ένα βήμα πίσω
Στη φυλακή ξεκινά απεργία πείνας, διαμαρτυρόμενος για το δράμα που ζει. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων και ο Διεθνής Ερυθρός Σταυρός ζητούν να τον δουν, αλλά η Χούντα αρνείται. Πλανάται η φήμη ότι έχει «φύγει». Δυο φύλακες του βγάζουν τις χειροπέδες, τον βοηθούν να πλυθεί, τον ξυρίζουν, τον κουρεύουν, του δίνουν ρούχα καθαρά και μια μπάλα, τον βγάζουν στο προαύλιο. Την επόμενη μέρα θα δημοσιευτούν φωτογραφίες του στις εφημερίδες, για να πεισθεί ο κόσμος ότι ο Παναγούλης καλοπερνάει στο Μπογιάτι.
Τον Ιούνιο του 1969, ο φρουρός του Γιώργος Μωράκης τον βοηθά να δραπετεύσει. Παίρνουν μαζί το λεωφορείο της γραμμής (!), ο Παναγούλης προκλητικά ψύχραιμος κάνει αστεία με τον εισπράκτορα. Τέσσερις μέρες μετά την απόδραση, δεν έχουν βρει σπίτι να τον φιλοξενήσει. Τρέμουν οι πάντες. Ο κλοιός σφίγγει. Το σχέδιο είναι να φύγουν για την Ιταλία, αλλά δεν θα το υλοποιήσουν ποτέ. . Στόματα ανοίγουν, ο Παναγούλης γνωρίζει τι θα πει προδοσία και βρίσκεται και πάλι στη φυλακή. Νέα απεργία πείνας, νέα προσπάθεια απόδρασης (συνολικά τρεις), ο ίδιος θα καταγγείλει αργότερα σωματική και ψυχολογική βία ασύλληπτων διαστάσεων, μέχρι και απόπειρα δολοφονίας του τον Απρίλιο του 1970.
Ο έρωτας με τη Φαλάτσι
Στις 21 Αυγούστου του 1973, ύστερα από βάσανα και περιπέτειες περίπου τεσσάρων ετών στις φυλακές, αποφυλακίζεται με ειδικό διάταγμα χάριτος, αρνούμενος την αμνηστία από το καθεστώς.
Δεν έχει περάσει πολύς καιρός από την εποχή που η μητέρα του φωτογραφιζόταν με το Ευαγγέλιο ανά χείρας, αυτό στο οποίο προσευχόταν για το μελλοθάνατο παιδί της.
Η οικογένεια γιορτάζει ∙ δυο ημέρες μετά την αποφυλάκιση του Αλέκου, έχει αποφυλακιστεί και ο τρίτος γιος ο Στάθης, μετέπειτα βουλευτής. Το πατρικό στη Γλυφάδα σφύζει από κόσμο. Ανάμεσα τους, η Οριάνα Φαλάτσι, που φθάνει στην Αθήνα για να πάρει συνέντευξη από τον «ήρωα». Έχει μόλις επιστρέψει από το Βιετνάμ, ενώ κουβαλάει το κύρος των συνεντεύξεων με τον Φεντερίκο Φελίνι, την Ίνγκριντ Μπέργκμαν, τον Νόρμαν Μέιλερ.
Το αφιέρωμα θα δημοσιευθεί στο περιοδικό «L’ Europeo», έναν μήνα αργότερα, προδίδοντας μια γυναίκα συνεπαρμένη από την προσωπικότητα του Παναγούλη.
«…Εκείνη τη μέρα, είχε το πρόσωπο ενός Χριστού, ξανασταυρωμένου δέκα φορές, κι έμοιαζε μεγαλύτερος από τα 34 του χρόνια», γράφει.
Κάνουν βόλτες στην πόλη. Την κερνάει στου «Ψαρόπουλου», στη Γλυφάδα, περπατούν στην Πλάκα, διασκεδάζουν στα μαγαζιά της παραλίας. Ζουν μαζί από τον Οκτώβριο 1973, όταν ο Παναγούλης αυτοεξορίζεται στη Φλωρεντία.
-«Θα πεθάνω, κι εσύ θα γράψεις ένα βιβλίο για μένα», της λέει προφητικά ο Παναγούλης.
-«Αλέκο, είσαι τρελός!», απαντά γελώντας.
-«Κι αν πέθαινα εγώ πριν από σένα ή μαζί με σένα;»
-«Όχι, όχι», επιμένει εκείνος. «Δεν θα πεθάνεις ούτε πριν από μένα, ούτε μαζί με μένα… Διότι πρέπει να διηγηθείς την ιστορία».
Έτσι κι έγινε. Το 1979, τρία χρόνια μετά τον θάνατο του, η Φαλάτσι θα γράψει το «Ένας Άνδρας», πουλώντας εκατομμύρια αντίτυπα σε ολόκληρο τον κόσμο, χαρίζοντας στον Παναγούλη παγκόσμια αίγλη. Στο οπισθόφυλλο του βιβλίου, τον σκιαγραφεί: «…Ο συνηθισμένος μύθος του ήρωα που αγωνίζεται μόνος, που χτυπιέται από τους άλλους, που τον περιφρονούν, που δεν τον καταλαβαίνουν. Η συνηθισμένη ιστορία του ανθρώπου που αρνιέται να υποταχθεί σε εκκλησίες, φόβους, μόδες, ιδεολογικά σχήματα, απόλυτες αρχές, απ’ όπου κι αν προέρχονται, μ’ ότι χρώμα κι αν είναι ντυμένες, και κηρύσσει την ελευθερία. Η συνηθισμένη τραγωδία του ατόμου που δεν προσαρμόζεται, που δεν παραδίνεται, που σκέφτεται με το μυαλό του και γι’ αυτό πεθαίνει σκοτωμένος απ’ όλους. Να την, και συ ο μοναδικός δυνατός συνομιλητής μου, εκεί κάτω στο χώμα, ενώ το ρολόι χωρίς δείχτες σημαίνει την πορεία της θύμησης».
Στην αυτοβιογραφία της, στον τίτλο της οποίας αυτοπροσδιορίζεται ως μια άβολη γυναίκα («Μόνο εγώ μπορώ να γράψω την ιστορία μου. Αυτοπροσωπογραφία μιας άβολης γυναίκας»), η Φαλάτσι δηλώνει : «δεν αγάπησα κανέναν όπως τον Αλέκο».
«Στον τάφο του Αλέκου δεν άφησα ποτέ ένα λουλουδάκι. Κάθε 1η Μαϊου, σε κάθε επέτειο του θανάτου του, του έστελνα 37 κόκκινα τριαντάφυλλα: ναι, ήταν 37 χρονών όταν τον σκότωσαν. (…) Στο κοιμητήριο της οικογένειας μου, στη Φλωρεντία, έχω βάλει μια επιτύμβια στήλη στη μνήμη του: ναι. Την έχω βάλει στη γωνιά που θα θαφτώ. (…) Η ψυχή του βρίσκεται στην καρδιά μου». Η Φαλάτσι πέθανε και ετάφη στη Φλωρεντία το 2006.

Η μοιραία Πρωτομαγιά
Με τη Μεταπολίτευση, ο Παναγούλης επιστρέφει στην Αθήνα και εκλέγεται βουλευτής στη Β΄ Αθηνών, με την Ένωση Κέντρου – Νέες Δυνάμεις του Γεωργίου Μαύρου. Δεν συμπαθεί τον Ανδρέα Παπανδρέου, τον θεωρεί επικίνδυνο. Συγκρούεται με στελέχη της Δεξιάς, ιδίως με τον Ευάγγελο Αβέρωφ για τη σχέση που διατηρούσαν με το καθεστώς. Παραιτείται από την Ένωση Κέντρου, αλλά παραμένει στο Κοινοβούλιο ως ανεξάρτητος βουλευτής. Δέχεται απειλητικά τηλεφωνήματα στο σπίτι και το γραφείο του.
Λίγες ημέρες πριν από τον θάνατο του, ο ίδιος προαναγγέλλει ότι έχει συγκεντρώσει στοιχεία από σημαντικά αρχεία της ΕΣΑ για τη σχέση των χουντικών με εν ενεργεία πολιτικούς και σκοπεύει να τα παρουσιάσει στη Βουλή.
Ξημερώματα Πρωτομαγιάς του 1976, το Fiat Mirafiori του Παναγούλη – δώρο της Φαλάτσι – καρφώνεται σε ένα υπόγειο κατάστημα, στη συμβολή της λεωφόρου Βουλιαγμένης με την οδό Όλγας, στον Άγιο Δημήτριο. Μάρτυρες καταθέτουν ότι τον ακολουθούσαν δυο ή και τρία αυτοκίνητα. Είναι πολλοί αυτοί που κάνουν λόγο για πολιτική δολοφονία.
Στις 3 Μαϊου, εμφανίζεται ο Μιχάλης Στέφας που υποστηρίζει ότι προκάλεσε χωρίς δόλο το ατύχημα. Ο Τύπος συνδέει ευθέως τον θάνατο του Παναγούλη με τις προθέσεις του για αποκαλύψεις.
«ΤΑ ΝΕΑ» βγαίνουν στα περίπτερα με πρωτοσέλιδο «Τον σκότωσαν για να μη κάνη αποκαλύψεις» (σσ: διατηρείται η ορθογραφία της εποχής), Την ημέρα της κηδείας του, στις 5 Μαϊου, η Αθηναϊκή κυκλοφορεί υπό τον τίτλο «Τι θα απεκάλυπτε ο Παναγούλης στη Βουλή».
Η κηδεία θυμίζει συλλαλητήριο, κάποιοι μιλούν για ενάμιση εκατομμύριο κόσμου. Παρά το πλήθος, πάνω από το γυάλινο φέρετρο απουσιάζει η θεσμική ελίτ της χώρας: ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Τσάτσος και ο Πρωθυπουργός Κωνσταντίνος Καραμανλής.
Ο Παναγούλης, το Facebook και τα ποιήματα
Στο Μπογιάτι, ο Παναγούλης γράφει για να μην τρελαθεί. Κι επειδή δεν είχε χαρτί και μολύβι, γράφει στους τοίχους με το αίμα του. Δυο συλλογές ποιημάτων του θα εκδώσει με μεγάλη επιτυχία ο ιταλικός οίκος Rizzoli, με τον Πιέρ Πάολο Παζολίνι να υπογράφει τον πρόλογο και στις δυο εκδόσεις. Ο Μίκης Θεοδωράκης μελοποιεί κάποια από αυτά τα ποιήματα. Ο Παναγούλης τιμάται με το διεθνές βραβείο λογοτεχνίας Βιαρέτζιο.
Το 1979 κυκλοφορεί το άλμπουμ «Non devi dimenticare» («Δεν πρέπει να ξεχάσεις»), σε μουσική του Ένιο Μορικόνε, στο οποίο απαγγέλλει ο ίδιος ποιήματα του με τον Παζολίνι, τον Τζιαν Μαρία Βολοντέ, την Αντριάνα Άστι.
Βιβλία για τον Αλέξανδρο Παναγούλη έχουν συγγράψει, εκτός από τη Φαλάτσι, και Ελληνες. «Πρόβες Θανάτου» επιγράφεται το βιβλίο του Κώστα Μαρδά (σσ: από το οποίο και σταχυολογήθηκαν αρκετές πληροφορίες του κειμένου αυτού), «Ο Παναγούλης και οι άλλοι», του Γιάννη Βούλτεψη, «Η Δίκη του Αλέξανδρου Παναγούλη», του Λέανδρου Καραμφυλλίδη, συνηγόρου του Παναγούλη στη δίκη του 1968.

Τον προσεχή Νοέμβριο – οπότε και η επέτειος από την καταδίκη του σε θάνατο (17/11/68) – θα εκδοθεί στα ελληνικά, από τις εκδόσεις Παπαζήση, το βιβλίο του γάλλου δικηγόρου Denis Langlois «panagoulis, le sang de la grece» («Παναγούλης, το αίμα της Ελλάδας»). Ο ίδιος εκδοτικός οίκος έχει εκδώσει και στην ελληνική και την ιταλική γλώσσα, τα ποιήματα του Παναγούλη.
Το κινηματογραφικό πορτρέτο του, «Panagulis Vive» («Ο Παναγούλης ζει»), έχει σκηνοθετήσει ο Τζουζέπε Φεράρα, με πρωταγωνιστή τον Στάθη Γιαλέλη ενώ μόλις πριν από τρία χρόνια έγιναν, και στην Ελλάδα, τα γυρίσματα τηλεταινίας με θέμα τον έρωτα του Αλέκου Παναγούλη και της Οριάνας Φαλάτσι, για τη RAI.
Στο Facebook, υπάρχουν περισσότερες της μιας σελίδες στο όνομα του, κάποιες στα ιταλικά, με φωτογραφικό υλικό και στοιχεία για τη δράση του.
Προσφάτως το όνομα του δόθηκε σε οδό της Νάπολης, ενώ δρόμος Αλέξανδρου Παναγούλη υπάρχει και στην Ολλανδία. Στην Αθήνα, ο σταθμός του μετρό στον Άγιο Δημήτριο φέρει το όνομα του, όπως ασφαλώς και πολλοί δρόμοι, ενώ ορειχάλκινος ανδριάντας του – έργο του γλύπτη Αχιλλέα Βασιλείου – έχει στηθεί στην πλατεία Δικαστηρίων (επί της Πανεπιστημίου, απέναντι από το κινηματοθέατρο Rex), με παραχώρηση της πλατείας από τον Νικήτα Κακλαμάνη ως δήμαρχο Αθηναίων. Ο ανδριάντας θα στηνόταν εξολοκλήρου με χορηγία της Βουλής, αλλά λόγω παλινωδιών ένα μέρος του έργου κατέληξε να υλοποιηθεί με δωρεές φίλων.
Όπως κάθε χρόνο, έτσι και εφέτος, η οικογένεια του αλλά και συναγωνιστές του, οργανώνουν μνημόσυνο στον τάφο του, στο Α΄ Νεκροταφείο, στις 12 το μεσημέρι της Πρωτομαγιάς.




Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου