Με κεντρικό ομιλητή τον
Λευτέρη Παπαδόπουλο, ο λαϊκός στιχουργός μεγάλων επιτυχιών Λευτέρης Χαψιάδης
παρουσιάζει… το τέταρτο κατά σειρά βιβλίο του, που φέρει τον τίτλο «Κάθε
τραγούδι και καημός» και αποτελείται από 25 διηγήματα, εμπνευσμένα από 25
γνωστά τραγούδια, μεταξύ των οποίων ένα δικό του, το «Μία είναι η ουσία», το
οικόσημό του, όπως το αποκαλεί και αρκετά του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Η
παρουσίαση του βιβλίου του θα γίνει το Σάββατο 16 Μαρτίου 2013 στις 8.00 το
βράδυ, στο Δημοτικό Θέατρο Αλεξανδρούπολης, με κεντρικό ομιλητή τον μέντορα του
Λευτέρη Χαψιάδη, κ. Λευτέρη Παπαδόπουλο. Αξίζει να σημειωθεί – για την ιστορία
– πως για το Λευτέρη Χαψιάδη το τραγούδι ήταν, είναι και θα είναι ο παντοτινός
έρωτάς του. Τρόπος και στάση ζωής του.
Άλλωστε, αναφερόμαστε σε έναν από τους
πιο γνωστούς στιχουργούς που αναδείχθηκαν στο λαϊκό τραγούδι τα νεότερα χρόνια.
Στη δεκαετία του ’80 έως και το λυκαυγές του ’90 ο Χαψιάδης σημείωνε απανωτά
σουξέ συνεργαζόμενος με κορυφαίους συνθέτες, όπως ο Χρήστος Νικολόπουλος – με τον
οποίο έχει συνδεθεί το πιο αξιόμαχο, σε όγκο και αξία, μέρος του έργου του – ο
Τάκης Σούκας, ο Θανάσης Πολυκανδριώτης, o Νίκος Καρανικόλας, ο Τάκης
Μουσαφίρης, ο Θόδωρος Καμπουρίδης κ.ά.
Τα τραγούδια αυτά ερμήνευσαν καλλιτέχνες
πρώτης γραμμής όπως οι Στέλιος Καζαντζίδης, Γιώτα Λύδια, Μανώλης Αγγελόπουλος,
Στράτος Διονυσίου, Ρίτα Σακελλαρίου, Μιχάλης Μενιδιάτης, Γιάννης Πάριος,
Γιώργος Νταλάρας, Χάρις Αλεξίου, Γλυκερία, Πασχάλης Τερζής και άλλοι γνωστοί
και διαλεκτοί. Ορισμένοι τίτλοι μιλούν από μόνοι τους: Μία είναι η ουσία,
Φαντασία μου πλανεύτρα, Κάποια κάπου κάποτε, Ευτυχώς στη ζωή που υπάρχεις κι
εσύ, Πήγα σε μάγισσες, Χίλιες φορές κ.ά.
Μετά από τα «Η ζωή μου
τραγούδι», «Ένας αλήτης… άγγελος» και «13 συν ένα γιατί», ο γνωστός στιχουργός
έχει έτοιμο το «Κάθε τραγούδι και καημός», ένα βιβλίο που αποτελείται από 25
διηγήματα, εμπνευσμένα από 25 γνωστά τραγούδια, μεταξύ των οποίων και ένα δικό
του, το «Μία είναι η ουσία», το οικόσημό του, όπως το αποκαλεί. Αρκετά από τα
25 τραγούδια είναι γραμμένα πάνω σε στίχους του Λευτέρη Παπαδόπουλου.
Aς ευχηθούμε στο Λευτέρη Χαψιάδη και στο νέο βιβλίο του ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ και ΚΑΛΟΤΑΞΙΔΟ!!! Έχουμε ανάγκη ανθρώπους με το δικό του ήθος και το δικό του ξεχωριστό ρομαντισμό!
Ένα απόσπασμα από τα όσα ενδιαφέροντα και άκρως συγκινητικά και διδακτικά γράφει ο Λευτέρης Χαψιάδης παραθέτουμε παρακάτω :
ΟΔΟΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΟΥΣ Για τον συνταξιούχο δικηγόρο Μιλτιάδη Κενανίδη η πιο
ευχάριστη ημέρα της εβδομάδας ήταν η Κυριακή. Όχι γιατί δεν θα μελετούσε πια
κάποια βαρετή δικογραφία, αλλά γιατί την περνούσε με τον μοναδικό του εγγονό,
τον δεκάχρονο Μιλτιάδη το γιο του γιου του Στέφανου. Κάθε Κυριακή πρωί οι
γονείς του τον έφερναν το πρωί και τον έπαιρναν το βράδυ. Χαράς ευαγγέλια για
παππού και εγγονό. Την λαχταρούσαν πολύ και οι δυο τους αυτή τη μέρα. Περνούσαν
υπέροχα... Ο παππούς σταματούσε το διάβασμα των κυριακάτικων εφημερίδων μόλις
ερχόταν ο μικρός Μιλτιάδης και παραδινόταν αμαχητί στις απορίες και στις
διαθέσεις του εγγονού του. Δεν μπορούσε να του χαλάσει κανένα χατίρι. Πάνε δέκα
χρόνια που ζούσε μόνος του εκεί στην πλατεία Βικτωρίας, στην οδό Φωκαίας,
συγκεκριμένα. Έχασε τη γυναίκα του από την καταραμένη αρρώστια και του στοίχισε
πολύ. Μάταια προσπαθούσαν ο Στέφανος και η γυναίκα του η Άννα να τον πείσουν να
έρθει στον Χολαργό, να ζήσει μαζί τους. «Δεν μπορώ, παιδιά μου, να φύγω από δω.
Εδώ είναι οι ρίζες μου. Θα πεθάνω αν φύγω», τους είπε και το σεβάστηκαν.
Ευτυχώς που ήρθε στη ζωή αυτό το εγγόνι, δέκα μέρες ακριβώς μετά το θάνατο της
γυναίκας του. Μάλιστα γεννήθηκε εφταμηνίτικο. Ίσως βιάστηκε να 'ρθει ν'
απαλύνει τον πόνο του παππού του. Αφού του έδωσε την καθιερωμένη σοκολάτα, τον
ρώτησε πως θα ήθελε να περάσουν τη μέρα του και έκπληκτος άκουσε να του λέει: -
Σήμερα παππού θέλω να μου δείξεις την παλιά σου γειτονιά. Να μου δείξεις τις
πλατείες που έπαιζες όταν ήσουν παιδί, τους δρόμους που περπάτησες, το Δημοτικό
και το Γυμνάσιο που πήγες. Έλαμψε από χαρά το πρόσωπο του παππού Μιλτιάδη.
Έβαλε το σακάκι του και είδε τον μικρό να κοιτάζει μια φωτογραφία της γιαγιάς
του, όταν ήταν νέα. Συγκινήθηκε ο συνταξιούχος δικηγόρος και πήγε κοντά του.
Άρχισε να του χαϊδεύει τα μαλλιά του και δέχθηκε αμέσως την ερώτηση του
εγγονού. -Παππού ήταν όμορφη η γιαγιά όταν ήταν νέα; Και ο παππούς του απάντησε
με ένα στίχο: -Όλες του κόσμου οι Κυριακές/λάμπαν στο πρόσωπό της/ τι χρώματα
τι μουσικές/ μες στο χαμόγελό της Ο μικρός ξαφνιάστηκε με τον στίχο αλλά
συνέχισε τις ερωτήσεις: - Εσύ παππού ήσουν όμορφος; - Δεν ξέρω Μιλτιάδη μου. Η
γιαγιά σου, όμως, όταν ήμασταν νέοι μου τραγουδούσε ένα στίχο που της άρεσε
πολύ: Αυτό τ' αγόρι με τα μάτια τα μελιά/ όλη τη νύχτα το 'χα αγκαλιά...
-Τί
όμορφα λόγια παππού! Εσύ τα έγραψες; - Όχι παιδί μου. Είναι στίχοι που τους
έγραψε ο παλιός μου συμμαθητής αλλά και αγαπημένος μου φίλος, ο Λευτέρης
Παπαδόπουλος. - Ποιός είναι αυτός; Δεν τον ξέρω. Εγώ ξέρω τον Φοίβο και τον
Καρβέλα». Ξίνισαν τα μούτρα του παππού όταν άκουσε αυτά τα ονόματα.
- Παππού
θέλω να μου δείξεις το σπίτι που γεννήθηκες.
- Αχ! αγόρι μου δεν υπάρχει πια.
Εδώ σ' αυτήν την πολυκατοικία που ζω τώρα, ήταν ένα οικόπεδο που είχε εφτά
οικογένειες που είχαν για σπίτι ένα δωμάτιο μόνο. Και μια τουαλέτα στην αυλή
για όλους. Σε ένα απ' αυτά τα δωμάτια μεγάλωσε και ο φίλος μου ο Λευτέρης. -
Ένα δωμάτιο όλο το σπίτι παππού;
Και πού κάνατε μπάνιο; - Στη σκάφη, αγόρι μου.
Ζέσταινε στη σόμπα η μάνα μου νερό και έκανε μπάνιο πρώτα τον αδελφό μου τον
μικρό, τον Αργύρη, που ήταν φιλάσθενος και φοβόταν μη της κρυώσει. Μετά εγώ,
αλλά πάντα τελείωνε το ζεστό νερό σε μένα. Μπάνιο στη σκάφη, αγόρι μου και
πράσινο σαπούνι που μοσχοβολούσε. - Ο μπαμπάς σου και η μαμά σου πότε έκαναν
μπάνιο; - Όταν πηγαίναμε για να παίξουμε ή τις νύχτες που κοιμόμασταν εμείς τα
παιδιά. -
Όλη η πολυκατοικία είναι δικιά σου; - Όχι, αγόρι μου. Χτίστηκε και μετά
από πολλά χρόνια αγόρασα ένα διαμέρισμα. Ένιωσα ότι ξαναγύριζα στο σπίτι μου.
Το ίδιο σκεφτόταν να κάνει κάποτε και ο Λευτέρης.
- Πόσα χρόνια είναι
μεγαλύτερος από σένα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος; - Μόνο δεκατρείς μέρες. Εκείνος
γεννήθηκε στις 14 του Νοέμβρη του 1935 κι εγώ στις 27 του Νοέμβρη της ίδιας
χρονιάς. Μαζί πηγαίναμε στο Δημοτικό Σχολείο, μαζί στο Γυμνάσιο, μαζί μπήκαμε
και στη Νομική. Ο Λευτέρης, όμως, δεν την τελείωσε. Την παράτησε γιατί τον
κέρδισε η δημοσιογραφία... Άντε πάμε τώρα να σου δείξω αυτά που θέλεις».
Ανηφόρισαν την οδό Φωκαίας και βρέθηκαν στην οδό Αριστοτέλους. -Αχ! η
Αριστοτέλους! Τι μου θυμίζει αυτός ο δρόμος... Παίζαν οι μικρότεροι κλέφτες κι
αστυνόμους κι ήταν αρχηγός η Αργυρώ. Και φωτιές ανάβαμε στους μεγάλους δρόμους,
τ' Αη Γιάννη θάτανε θαρρώ
- Ποιά ήταν η Αργυρώ, παππού; - Ένα αγοροκόριτσο στη
γειτονιά μας. Έπαιζε μόνο με τα αγόρια και τα πλάκωνε και στο ξύλο. Να
φανταστείς ότι κατουρούσε και αυτή όρθια όπως εμείς τ' αγόρια. Την σκότωσαν οι
Γερμανοί. Κι ήταν τόσο μικρό κορίτσι... - Σκότωναν και παιδιά οι Γερμανοί,
παππού; - Ναι, αγόρι μου. Αυτοί οι δολοφόνοι δυο φορές αιματοκύλισαν την
ανθρωπότητα. Πάγωσε το αίμα του μικρού παιδιού. Άκου κει να σκοτώνουν και μικρά
παιδιά οι Γερμανοί! Η περιέργειά του, όμως, να μάθει περισσότερα, τον συνέφερε.
-Πώς παιζόταν το παιχνίδι "Κλέφτες κι Αστυνόμοι"; - Χωριζόμασταν τα
παιδιά σε δύο ομάδες. Οι πιo γρήγοροι ήμασταν οι κλέφτες και οι άλλοι ήταν οι
αστυνόμοι. Το παίζαμε αυτό το παιχνίδι όταν άρχιζε να βραδιάζει. Οι κλέφτες
κοιμόμασταν όπου θέλαμε και οι αστυνόμοι έψαχναν να μας βρουν. Το παιχνίδι
τελείωνε, μόνον όταν βρίσκονταν όλοι οι κλέφτες. Κάποια φορά τελείωσε τα
μεσάνυχτα. Ήμουν ο τελευταίος κλέφτης που δεν μπορούσαν να βρουν. Ανέβηκα σ’
ένα δέντρο στην πλατεία Βικτωρίας και με έψαχναν όλη τη νύχτα. Κατέβηκα μόνον
όταν άκουσα τον πατέρα μου και τη μάνα μου να λένε ότι θα φωνάξουν την
πραγματική αστυνομία.
- Παίζατε πολύ παππού; - Τόσο πολύ και τόσο επικίνδυνα
παιχνίδια που κάθε βράδυ η μάνα μου έβαζε αλοιφή στα ματωμένα γόνατά μου, για να
μη πάθω μόλυνση.
- Και οι φωτιές του Άη Γιάννη τι ήταν; - Κάθε χρόνο στις 22
του Ιούνη ανάβαμε τις νύχτες φωτιές στους μεγάλους δρόμους και πηδούσαμε πάνω
από αυτές. Ήταν ένα έθιμο που βρήκαμε από του παλιούς. Άκουσα ότι ήταν ένα
είδος παράκλησης στον Άη Γιάννη για να βοηθήσει να έχουν οι αγρότες καλή
σοδειά. Έλα τώρα να περπατήσουμε λίγο για να σου δείξω πού ήταν το δημοτικό
σχολείο που πηγαίναμε με τον Λευτέρη… Περπάτησαν λίγο κι έφτασαν στη γωνία
Αριστοτέλους και Φιλιππίδου. -Εδώ αγόρι μου, ήταν το 19ο δημοτικό σχολείο της
Αθήνας. Πηγαίναμε στο σχολείο και ακούγαμε απ’ έξω τα αυτόματα όπλα των
Γερμανών να γαζώνουν τους Έλληνες. Και ύστερα ήρθαν τα χειρότερα. Ήρθε ο
εμφύλιος πόλεμος. Έλληνες πολεμούσαν Έλληνες. Σε τέτοια ατμόσφαιρα τελείωσα το
δημοτικό.
Τον άκουγε με προσοχή ο μικρός Μιλτιάδης αλλά τον έτρωγε να ρωτήσει:
- Είναι και ο Λευτέρης Παπαδόπουλος ΑΕΚΤΣΗΣ, παππού; - Ε, βέβαια αγόρι μου. Και
το λέει με καμάρι ότι το σόι του είναι τέσσερις γενιές ΑΕΚΤΣΗΔΕΣ. Ο πατέρας του
ο κυρ –Παναγιώτης, ο ίδιος ο Λευτέρης, ο γιός του ο Νότης και ο εγγονός του ο
Λευτεράκης. Όλοι οι πρόσφυγες ήμασταν ΑΕΚ τότε.
- Γιατί σας έλεγαν πρόσφυγες
παππού; Δεν ήσασταν Έλληνες; - Τι λες αγόρι μου; ΤΡΑΝΤΕΛΛΗΝΕΣ ήμασταν! Ο
πατέρας μου γεννήθηκε στην Τραπεζούντα κι η μάννα μου στα Σούρμενα του Πόντου.
Οι γονείς της γιαγιάς σου στα Σούρμενα του Πόντου. Η μάννα του Λευτέρη η κυρία
Λίζα γεννήθηκε στο Νοβοροσίσνκυ της Ρωσίας. Πόντια κι αυτή. Ο πατέρας του κυρ
–Παναγιώτη γεννήθηκε στο Μιχαλήτσι της Μικράς Ασίας, κοντά στην Προύσα. Όπως
βλέπεις είμαστε όλοι Πόντιοι! - Ναι, αλλά ο άλλος παππούς μου είναι από την
Καλαμάτα.
Είμαι Πόντιος; - Και βέβαια είσαι, αγόρι μου. Η ποντιακή φυλή είναι
πιο δυνατή απ’ όλες. Και γείτονα Πόντιο να έχεις, Μιλτιάδη μου, Πόντιος είσαι!»
Του άρεσε πολύ να τον λένε Μιλτιάδη.
- Παππού, την προηγούμενη εβδομάδα έφτυσα
έναν συμμαθητή μου γιατί με είπε τουρκόσπορο.
- Δεν έκανες καλά που τον
έφτυσες, αγόρι μου. Δεν αντιμετωπίζουμε έτσι αυτούς που δεν συμφωνούν μαζί μας.
Τους αντιμετωπίζουμε με τα λόγια. Δεν άκουσες που λένε “Η γλώσσα κόκαλα δεν
έχει και κόκαλα τσακίζει”;- Ναι, αλλά μου είπε και κάτι χειρότερο… - Τι; - Μου
είπε ότι θα πάω φαντάρος και δεν θα δω την ΑΕΚ πρωταθλήτρια. Είναι Ολυμπιακός ο
τσόγλανος! - Άσ’ τον να λέει, αγόρι μου. Η ΑΕΚ είναι μεγάλη ομάδα! - Τι μεγάλη
ομάδα, παππού; Τελευταία είναι εφέτος… - Δεν πειράζει. Πάλι με χρόνους και
καιρούς, πάλι δικό μας θα είναι το πρωτάθλημα…
Έλα τώρα να πάμε στην πλατεία
Βικτωρίας να σου δείξω κάτι και μετά θα πάμε να δεις το Γυμνάσιό μας. Έφτασαν
μπροστά σε ένα άγαλμα στην πλατεία Βικτωρίας - Γι’ αυτό το άγαλμα Μιλτιάδη μου,
έγραψε ένα από τα πιο όμορφα τραγούδια του ο Λευτέρης μας. Χθες μεσάνυχτα και
κάτι κατηφόρισα στη μικρή την πλαταιίτσα που σε γνώρισα κάποιο άγαλμα που μ’
είδε με θυμήθηκε και τον πόνο μου ν’ ακούσει, δεν αρνήθηκε.
- Πρώτη φορά το ακούω,
παππού, αλλά μου άρεσε πολύ. Θα με πας τώρα στο Γυμνάσιό σας; Κατηφόρισαν προς
την Αχαρνών. Έφτασαν σε λίγο Αχαρνών και Χέιδεν. - Αυτό ήταν το 2ο Γυμνάσιο της
Αθήνας, το Γυμνάσιό μας. Είχα σπουδαίους συμμαθητές. Να σου πω μερικούς.
Συμμαθητής μας ήταν ο σημερινός Αρχιεπίσκοπος Αλβανίας, ο Αναστάσιος.
Συμμαθητής ήταν ο καθηγητής Φιλοσοφίας ο Χρήστος Γιανναράς. Συμμαθητής μας ήταν
ο διάσημος σκηνοθέτης Θόδωρος Αγγελόπουλος. Συμμαθητής μας ήταν ο Λευτέρης
Παπαδόπουλος. Ήταν ένας ξεχωριστός μαθητής ο Λευτέρης. Ένα φτωχόπαιδο που ο
πατέρας του ήταν τσαγκάρης και η μάνα του δούλευε παραδουλεύτρα. Έγραφε τις πιο
ωραίες εκθέσεις. Την πρώτη φορά ο Γυμνασιάρχης τον απέβαλε γιατί έγραψε την
έκθεσή του στη δημοτική γλώσσα. Ήταν δύσκολα τα χρόνια για μας τα φτωχά παιδιά.
Πηγαίναμε στο γυμνάσιο με μπαλωμένο παντελόνι και τρύπια παπούτσια. Θέλαμε να
σπουδάσουμε για να γλιτώσουμε από τη φτώχεια. Και τα καταφέραμε δόξα τω Θεώ. -
Και μετά, παππού, μπήκατε στη Νομική; - Ναι το 1953. Να έβλεπες πόσο περήφανοι
ήταν οι γονείς μας! Φτωχοί και αμόρφωτοι άνθρωποι που έβλεπαν τα παιδιά τους να
σπουδάζουν στο πανεπιστήμιο… Όμως ο φίλος μου ο Λευτέρης είχε άλλα σχέδια.
Αγάπησε παράφορα τη δημοσιογραφία. Άρχισε να δουλεύει στο συγκρότημα Λαμπράκη.
Στην αρχή στην αθλητική εφημερίδα «Η ΟΜΑΔΑ» και μετά στα «ΝΕΑ». Κι εκεί στα
1963 έγραψε το πρώτο του τραγούδι που έμοιαζε με ατομική βόμβα την «ΑΠΟΝΗ ΖΩΗ».
Την ίδια εποχή την «Φτωχολογιά» - Μεγάλα τραγούδια παππού; Και γιατί δεν τα
παίζουν στο ραδιόφωνο; - Γιατί τα σημερινά ραδιόφωνα παίζουν “τραγούδια για το
τίποτα γραμμένα”, παιδί μου.
- Εσύ ξέρεις πολλά τραγούδια του παλιού συμμαθητή
σου; - Σχεδόν όλα. Κι ας είναι πάνω από χίλια πεντακόσια! - Μόνο για τη
γειτονιά σας έγραψε παππού; - Από τη γειτονιά μας ξεκίνησε για να τραγουδήσει
όλη την οικουμένη. - Τι τυχερός είσαι παππού; Γεννηθήκατε στην ίδια αυλή,
πήγατε μαζί στο Δημοτικό σχολείο, μαζί στο Γυμνάσιο, μαζί στη Νομική! - Α,
ξέχασα να σου πω Μιλτιάδη παιδί μου, ότι και φαντάροι ήμασταν μαζί στο Λιτόχωρο
της Κατερίνης. Και τα φαντάρια σαν και σένα στριφογυρνάνε στο σταθμό κι όπου
ανταμώνουνε με τρένα κάτι τους πνίγει στο λαιμό.
- Ποιο τραγούδι του σου
αρέσει πιο πολύ; - Όλα μου αρέσουν. Ένα όμως δεν χορταίνω να το ακούω. - Ποιο;
- Το “Αχ χελιδόνι μου” σε μουσική του Μάνου Λοΐζου. - Θα μου πεις τι λέει; -
Και βέβαια, αγόρι μου: Αχ χελιδόνι μου πώς να πετάξεις σ' αυτόν το μαύρο τον
ουρανό αίμα σταλάζει το δειλινό και πώς να κλάψεις και πώς να κλάψεις αχ
χελιδόνι μου. - Και γιατί σου αρέσει τόσο πολύ αυτό το τραγούδι; - Γιατί μου
θυμίζει μια πολύ άσχημη εποχή της ζωής μου. Μου θυμίζει τη δικτατορία της 21ης
Απριλίου που με έστειλε εξορία στη Γυάρο. Πάμε όμως τώρα να σου δείξω την
εκκλησία της γειτονιάς μας, που ήταν και είναι η μεγαλύτερη σε χωρητικότητα
εκκλησία της Αθήνας, τον Άγιο Παντελεήμονα. Περπατούσαν στο αριστερό πεζοδρόμιο
της οδού Αχαρνών για να πάνε στον Άγιο Παντελεήμονα.
Ο μικρός Μιλτιάδης
δυσανασχετούσε που έβλεπε τόσους Αλβανούς και Πακιστανούς στην περιοχή. Δεν
κρατήθηκε και ρώτησε αγανακτισμένος. - Τι θέλουν τόσοι ξένοι στην Αθήνα; Γιατί
δεν τους διώχνουν; - Είναι ντροπή να μιλάς έτσι αγοράκι μου. Το ξέρεις ότι
υπάρχουν άλλα δέκα εκατομμύρια Έλληνες σε όλο τον πλανήτη; Θα ήθελες να τους
διώξουν από κει που ζουν; Φτωχοί άνθρωποι είναι, που ήρθαν εδώ να βρουν την
τύχη τους στην πατρίδα μας. Και να είσαι σίγουρος ότι μετανιώνουν που διάλεξαν
την Ελλάδα και οι πιο πολλοί την Αθήνα. Άντε τώρα να πάμε στα GOODYS που τόσο
σου αρέσουν. - Εσένα δεν σου αρέσουν; Θέλεις να πάμε στο μαγέρικο που τρως εσύ
κάθε μέρα; - Θα μου κάνεις αυτή την τιμή; - Ό,τι θέλει ο παππούς μου.
Πήγαν στο μαγέρικο «Τα
αδέρφια». Ένα πεντακάθαρο εστιατόριο με γελαστούς σερβιτόρους πρόθυμους να
εξυπηρετήσουν τους πελάτες τους. - Τι θα φάμε αγόρι μου; - Εγώ σήμερα θα φάω
αυτό που θα φας και συ παππού μου. - Τι θέλεις να φάμε; - Σου είπα ό,τι θέλεις
εσύ!» Παρήγγειλε δύο μερίδες λαχανοντολμάδες, σαλάτα, φέτα, πατάτες τηγανιτές.
- Φέρε και μισό κιλό χύμα κρασί. Εσύ αγόρι μου τι θα πιείς; - Θα πιώ Coca-
cola. - Αχ αυτή η Coca- cola! Πότε θα την κόψεις; Άντε πιες αλλά μόνο μία.
Έβαλε ο παππούς κρασί στα δικό του ποτήρι και Coca- cola στο ποτήρι του εγγονού
του. Τα τσούγκρισαν και πριν προλάβει να πει μιαν ευχή ο παππούς δέχθηκε μιαν
απρόσμενη ερώτηση.
- Γράφει και ερωτικά
τραγούδια ο φίλος σου ο Λευτέρης Παπαδόπουλος; - Τα πιο όμορφα αγοράκι μου. Θα
πιω απόψε το φεγγάρι και θα μεθύσω και θα πω αφού πονάς για κάποιον άλλον ρίξε
μαχαίρι να κοπώ. - Είμαι κι εγώ ερωτευμένος παππού! - Σοβαρά; Από μικρός στα
βάσανα; - Είναι βάσανο ο έρωτας; - Ναι αγόρι μου είναι βάσανο, αλλά το πιο
γλυκό βάσανο. Και με ποιάν είσαι ερωτευμένος, Μιλτιάδη μου; - Με τη Δανάη, τη συμμαθήτριά
μου που κάθεται στο διπλανό θρανίο. Με κοιτάζει πάντα γλυκά στα μάτια και ό,τι
έχουμε για κολατσιό το μοιραζόμαστε μεταξύ μας. - Ε, τότε είστε σίγουρα
ερωτευμένοι, είπε ο παππούς χαμογελώντας… Η ζωή είναι ωραία όταν τη μοιράζεσαι…
- Παππού, θα μου πεις έναν
ερωτικό στίχο του Λευτέρη για να τον χαρίσω στη Δανάη; Χαμογέλασε ο
συνταξιούχος δικηγόρος Μιλτιάδης Κενανίδης και άρχισε να απαγγέλει: Το
μυγδαλάκι τσάκισα και μέσα σε ζωγράφισα και το δωσα σ’ ένα πουλί σ’ ένα άσπρο
περιστέρι να τρέξει να σ’ το φέρει! - Aχ! Τι όμορφο που είναι! Μόλις πάμε στο
σπίτι να το γράψω γιατί δεν θα το θυμάμαι να της το πω… Έφαγαν τόσο ωραία που ο
μικρός Μιλτιάδης είπε με στόμφο - Δεν ξανατρώω στα GOODYS!» Γύρισαν στο σπίτι
για έναν μεσημεριάτικο ύπνο. Πού όμως να κοιμηθεί ο μικρός Μιλτιάδης! Και που
ν’ αφήσει και τον παππού του να κοιμηθεί… - Παππού βάλε μου σε παρακαλώ το
πρώτο τραγούδι του Λευτέρη. Θέλω να το ακούσω.
Μπορούσε να του χαλάσει
χατίρι; Κι ας ήθελε τόσο πολύ να ξαπλώσει λίγο. Άπονη ζωή μας πέταξες στου
δρόμου την άκρη μας αδίκησες ούτε μια στιγμή δεν είπες να μας διώξεις το δάκρυ
μας κυνήγησες… Φτωχολογιά για σένα κάθε μου τραγούδι για τους καημούς σου που
σεργιανούν στη γειτονιά φτωχολογιά που απ' τον πηλό βγάζεις λουλούδι και τους
καημούς σου τους πλέκεις ψιλοβελονιά.
- Κι άλλο παππού! Βάλε κι άλλο πιάτο στο
τραπέζι, βγάλε από την πόρτα το κλειδί, το παιδί ξανάρχισε να παίζει, το κανάρι
πάλι κελαηδεί... Βάλε κι άλλη αγάπη στο τραπέζι, κάποιος πονεμένος θα βρεθεί,
το παιδί ξανάρχισε να παίζει το κανάρι πάλι κελαηδεί...
Πηγή δημοσίευσης: www.ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου