Δευτέρα 16 Νοεμβρίου 2015

Ο ΛΕΥΤΕΡΗΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ έφτασε τα 80 και συνεχίζει...( ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ του κορυφαίου Έλληνα στιχουργού στο Θανάση Γιώγλου)



ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ  του ΛΕΥΤΕΡΗ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΥ  στο ΘΑΝΑΣΗ ΓΙΩΓΛΟΥ

Για τον «Πατριάρχη των Ελλήνων ποιητών» ΛΕΥΤΕΡΗ  ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟ  που έκλεισε πριν λίγες μέρες τα  80 του χρόνια!

Σαν σήμερα… 80 χρόνια πριν…

Στις 14 Νοεμβρίου 1935 γεννήθηκε στην Αθήνα ο Λευτέρης Παπαδόπουλος… O Μίκης Θεοδωράκης τον χαρακτήρισε «Πατριάρχη των ποιητών»… Ο Γιώργος Νταλάρας «Πρόεδρο όλων των προέδρων»… Όπως και να ’χει, ο Λευτέρης Παπαδόπουλος είναι ένας και μοναδικός… Και μια συζήτηση μαζί του, όπως αυτή που κάναμε στο σπίτι του, στη σκιά της Ακρόπολης, στις 25 Ιανουαρίου του 2011 είναι σκέτη απόλαυση…

Πρόεδρε να είσαι πάντα καλά! Σ’ ευχαριστούμε για τη φιλοξενία σου και για όλα τ’ άλλα... Για τα παλιά, για τα καινούργια αλλά και γι’ αυτά που έχεις ακόμα να μας δώσεις…

«Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια»

Αφού σας ευχαριστήσω για την αποδοχή της πρόσκλησης, θα ήθελα να ξεκινήσουμε από τα τελευταία σας πονήματα… Πρόσφατα κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις «Καστανιώτη» το βιβλίο σας με τίτλο «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια». Τι διαβάζουμε σ’ αυτό;
Αυτό είναι ένα βιβλίο με κείμενα που έχω δημοσιεύσει κατά καιρούς στα «Νέα» αλλά και σε διάφορα περιοδικά και κυρίως σε ένα, το οποίο έβγαινε μέχρι πρόσφατα και λέγεται «Όασις». Εκεί λοιπόν μάζεψα κάποια κείμενα που έγραφα επί δύο χρόνια αλλά κι άλλα που είχα γράψει στα «Νέα» κι επίσης και κείμενα που σχεδίαζα να τα δημοσιεύσω αλλά δεν τα είχα δημοσιεύσει, περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία.

Υπάρχει και ανέκδοτο υλικό δηλαδή;
Ναι, πολλά ανέκδοτα… Υπάρχει  ένα κείμενο για τον Τάσο Σχορέλη ο οποίος ήταν πραγματικά ένας άνθρωπος που έπαιξε πολύ μεγάλο ρόλο στο ρεμπέτικο, διότι ήταν εργάτης αφανής. Αυτός ήτανε κομμουνιστής και του είχαν αναθέσει από το κόμμα να ελέγχει τη νεολαία, τον αθλητισμό και το λαϊκό τραγούδι και με την ευκαιρία αυτή μάζεψε καταπληκτικό υλικό, επανέφερε σ ’ένα είδος ενεργού δράσεως μεγάλους ρεμπέτες, όπως τον Μπαγιαντέρα και έκανε μαζί τους εκδηλώσεις καταπληκτικές. Αυτόν τον άνθρωπο δεν μπορούσα να μην τον μνημονεύσω και το έκανα… Αυτά σε σχέση με το τελευταίο μου βιβλίο, το οποίο πια έχει πουλήσει κάποιες χιλιάδες. Επιπλέον δεν είναι το πόσες χιλιάδες αλλά το πόσοι άνθρωποι θα το διαβάσουν και θα μάθουν για πράγματα και για πρόσωπα με τα οποία κανείς δεν έχει ασχοληθεί στο παρελθόν. Είναι, ας πούμε, μια πολύ μεγάλη παράλειψη το ότι δεν είχαν ασχοληθεί ποτέ ή μόνο μια δυο φορές με τον Πυθαγόρα o οποίος ήταν πολύ σπουδαίος στιχουργός. Όλες οι επιτυχίες της δεκαετίας του ’70 -ή το 80%- ήταν δικές του και δεν βγάλανε τίποτα γι’ αυτόν. Εγώ όμως θέλησα να τον κρατήσω. Έχει βγει ένα αυτοβιογραφικό βιβλίο μετά τον θάνατό του. Σκέψου… Αυτοβιογραφία μετά τον θάνατό του! Αλλά εγώ έγραψα γι’ αυτόν και το τι πρόσφερε στην τέχνη κλπ. Για πολλούς εν πάση περιπτώσει έχω γράψει και όλα ξεκινάνε από μία σκέψη που είχα και την έβαλα και τίτλο. Ένα παλιό ρεμπέτικο τραγούδι που λέει «Μάγκες πιάστε τα γιοφύρια, μπάτσοι κλάστε μας τ’ αρχίδια» και το γράφω και μέσα…

Είναι μεγάλη υπόθεση που ασχολείστε με τους ομοτέχνους σας, τους στιχουργούς, χωρίς διάθεση ανταγωνιστικότητας κλπ. Θυμάμαι στα τέλη της δεκαετίας του ’80 την εκπομπή «Εν αρχή ην ο λόγος» στην ΕΡΤ-2 ή αργότερα το «Η άλλη μεριά του φεγγαριού» κλπ… Δεν το κάνουν όλοι αυτό…
Κανένας δεν το κάνει. Κοίταξε Θανάση, στη ζωή υπάρχουνε μεγάλοι διαγκωνισμοί. Ο ένας χτυπάει τον άλλον αλλά εγώ δεν έχω αυτή την άποψη. Ίσως αυτό να οφείλεται και στο γεγονός ότι από πολύ νέος πήρα μια πολύ μεγάλη θέση σ’ αυτό το χώρο του στίχου και δεν φοβόμουν κανέναν. Πιθανόν αυτοί που συμπεριφέρονται μ’ αυτό τον πολύ κακό τρόπο, να ξεκινάνε από μία διάθεση κόντρας, για να καταβυθίσουν τον απέναντι. Εγώ δεν τα ήθελα αυτά τα πράγματα. Ίσως επειδή δεν το είχα ανάγκη. Πιθανόν αν το είχα κι εγώ ανάγκη, να έκανα αυτές τις λαδιές αλλά δε συνέβη να έχω ανάγκη και θεωρώ ότι το έκανα από την καλή μου την καρδιά, από την εντιμότητά μου…
 «Άσμα Ασμάτων»

Πέρυσι κυκλοφόρησε σε cd η μελοποίηση της δικής σας μετάφρασης στο ερωτικότερο ποίημα όλων των εποχών, το «Άσμα Ασμάτων» του Σολομώντα. Πείτε μας δυο λόγια γι’ αυτό το έργο.
Το «Άσμα Ασμάτων» το ’χω μεταφράσει εδώ και πολλά χρόνια… Δέκα και… Μου το ζήτησε η Ειρήνη Παπά, το πήρε και το έπαιξε. Ήμουνα κι εγώ παρών στην Ιταλία. Από κει και πέρα σ ’αυτό το έργο αποπειράθηκαν διάφοροι να κάνουν μουσική κι έκανε κι ένας νέος συνθέτης, πολύ καλός, που μου άρεσε η μουσική του, ο Μάριος Στρόφαλης. Ήρθε εδώ το ’παιξε, το ξανάπαιξε, διορθώσαμε κι εντέλει το κάναμε cd, αλλά όχι cd για να υπάρχουν κάποια τραγούδια απ’ αυτό. Πήραμε όλη την παράσταση, γιατί αυτό ανέβηκε και στο θέατρο με σκηνοθεσία της γυναίκας μου, η οποία είναι η Ράια Μουζενίδου. Ποντία… Είχε επιτυχία και το βγάλαμε σε δίσκο.

Είχε απήχηση ο δίσκος;
Δεν είναι τραγούδια αυτά για να μπορέσουνε να έχουνε απήχηση. Είχε μια περιορισμένη αλλά πολύ σημαντική απήχηση για τα δεδομένα του δίσκου. Άλλωστε ξαναβγήκε τώρα με μουσική του Κώστα Μυλωνά, ο οποίος είναι ένας παλιός πολύ καλός συνθέτης της δεκαετίας του ’60. Άλλες απαιτήσεις όμως έχει το ένα κι άλλες το άλλο. Του Στρόφαλη η μουσική είναι πιο εκλαϊκευμένη, πιο εύκολη για να τραγουδηθεί ενώ του Μυλωνά είναι πιο κλασική, για να παιχθεί δηλαδή στο Μέγαρο Μουσικής κλπ.
 «Σπάει το ρόδι»


Το 2006 κυκλοφόρησε το πρώτο cd της σειράς «Άξιος λόγος», που επιμελούνται ο Γιώργος Νταλάρας με τον Μιχάλη Κουμπιό και είναι αφιερωμένη στους Έλληνες στιχουργούς, με τίτλο «Σπάει το ρόδι» και 13 δικά σας τραγούδια…
Το «Ρόδι» ήτανε μια πρωτοβουλία του Νταλάρα κι ενός συνθέτη, που λέγεται Μιχάλης Κουμπιός, που είπανε να βγάλουνε μια σειρά από γνωστούς- δεν θέλω να χρησιμοποιήσω μεγαλεπίβολα σχήματα- στιχουργούς. Ξεκινήσανε από μένα, έβγαλαν μετά του Άλκη Αλκαίου και του Μάνου Ελευθερίου… Το δικό μου πήγε πάρα πολύ καλά, εγώ πληρώθηκα για 15.000 cd και τα υπόλοιπα ήτανε 4.000, 3.000... Άλλο όνομα όμως έχω εγώ και άλλοι τραγουδήσανε σε μένα, άλλοι σε κείνους.

Στο δικό σας συμμετείχε η αφρόκρεμα των τραγουδιστών, με πολύ ενδιαφέρουσες συνυπάρξεις.
Η Αλεξίου είχε πάρα πολλά χρόνια να συνεργαστεί με τον Νταλάρα και αυτός ο δίσκος έγινε η αιτία να ξανατραγουδήσουν ένα τραγούδι μαζί, που το ’χω αφιερώσει στην κόρη μου. «Οι λέξεις», έτσι λέγεται. Επίσης για πρώτη φορά τραγούδησαν ένα πολύ ωραίο τραγούδι ο Νταλάρας, ο Μητροπάνος και ο Τερζής. Πολύ μ' αρέσει αυτό το τραγούδι που είναι λαϊκό… Εμένα μ’ αρέσουν τα λαϊκά τραγούδια. Πούλησε αυτά που σου είπα αυτός ο δίσκος. Έκτοτε οι δίσκοι έχουν αρχίσει και κατρακυλάνε…
 «Οι δίσκοι κατρακυλάνε…»

Πού νομίζετε ότι οφείλεται αυτό;
Αυτό οφείλεται κυρίως στο γεγονός ότι οι εταιρείες δίσκων θέλησαν να εκμεταλλευθούν το υλικό που είχανε. Η  «Άπονη ζωή» δηλαδή, έχει γραφτεί πριν από σαράντα επτά χρόνια. Σου λέει «ποιος θ’ αγοράσει πια την Άπονη ζωή;» και δώσανε τη δυνατότητα να τα βγάζουν οι εφημερίδες. Με το να βγάζουν αυτά τα τραγούδια και να μπορεί κανείς να δίνει 4 euro και να παίρνει και την εφημερίδα και το cd, διαλύθηκε όλο το ρεπερτόριο, επιπλέον δε, οι εφημερίδες βγάλαν λεφτά, εμείς δεν παίρναμε τίποτα. Φαντάσου ότι σ' ένα μεγάλο δίσκο, σ’ ένα cd παίρναμε το 11% της ονομαστικής του αξίας. Αν ένα cd, ας πούμε,  έκανε 10 euro, παίρναμε 1.10.

10 euro είχε στην καλύτερη περίπτωση. Συχνά η τιμή του cd έφτανε 20 και 22 euro ή και περισσότερο. 
Άρα παίρναμε 2.20. Τώρα, για 100.000 cd από τις εφημερίδες παίρνουμε 1.70. Για 100.000 δηλαδή, αν βγει ένα cd κι έχει τρία τραγούδια μου μέσα, θα πάρω τέσσερις - πέντε δραχμούλες. Έτσι λοιπόν, «ξεκολιάσανε» το ρεπερτόριο και το χειρότερο κλείσανε και όλα τα δισκάδικα, διότι όταν ένας άνθρωπος παίρνει μαζί με την εφημερίδα ένα cd με τα καλύτερα τραγούδια μου, γιατί να δώσει είκοσι στο δισκοπωλείο; Κλείσανε όλα τα δισκοπωλεία. Είναι πολλαπλό το κακό. Αλλά θα βρούμε έναν τρόπο, εγώ τουλάχιστον κινούμαι, μαζί με τη Λίνα Νικολακοπούλου, τον Μάνο Ελευθερίου, τον Μίμη Πλέσσα και το Χρήστο Νικολόπουλο, να αντιμετωπίσουμε αυτό το φαινόμενο το οποίο καταστρέφει τη δισκογραφία και καταστρέφει και τη ζωή μας.

Το διαδίκτυο δεν συνέβαλλε στην πτώση των πωλήσεων;
Το διαδίκτυο είναι ένα μέσον πολύ σημαντικό, τα κείμενα ή τα τραγούδια κυκλοφορούν παντού, σ’ όλο τον κόσμο, αλλά δεν έχει βρεθεί ένας τρόπος ασφαλής για να εισπράττονται τα δικαιώματα. Θα βρεθεί όμως… Άλλωστε το μέλλον της πληροφόρησης και της «δισκογραφίας» είναι το διαδίκτυο. Θα πατάει το παιδί ένα κουμπί, θα κατεβάζει ένα τραγούδι και θα δίνει 10 λεπτά του euro. Έτσι όμως γίνονται όλα τα πράγματα στον κόσμο και θα βρεθούν και τρόποι να πληρώνονται αυτά. Να έχεις υπ ’όψη σου ότι όταν τα πάντα εξαρτώνται από μηχανισμούς πολύ ισχυρούς, κάποτε θα πληρωθούν. Μπορεί να μην τα πάρω εγώ αλλά θα τα πάρει ο γιος μου ή η επόμενη γενεά. Τέλος πάντων. Το διαδίκτυο μείωσε τις πωλήσεις αλλά την ίδια στιγμή διεύρυνε τον κύκλο εκείνων που ακούνε τραγούδι, όταν το διαφημίζει κιόλας. Αλλά το κύριο είναι ότι επειδή δεν πληρώνει ο άλλος, τα λεφτά χάνονται. Πάντως κάποια στιγμή θα πληρώσουν. Μοιραίο είναι αυτό.

Εκτός από τις εφημερίδες και το διαδίκτυο, δεν συνέβαλε και το χαμηλό επίπεδο των σημερινών τραγουδιών;
Τραγούδια γράφονται και σήμερα αλλά μπορεί να είναι λιγότερα καλά από τα προηγούμενα διότι άλλος ο Θεοδωράκης και ο Χατζιδάκις και άλλος ένας νέος συνθέτης. Κάθε εποχή όμως ζητάει τον ήχο της και τους ανθρώπους που θα την εκπροσωπούν. Αλλιώς γράφει ένα νέο παιδί σήμερα κι αλλιώς γράφει ένας άνθρωπος που είναι εβδομήντα ετών. Θέλουνε τους δικούς τους εκπροσώπους στο τραγούδι. Και καλά κάνουνε και έτσι διαδίδεται το τραγούδι και η τέχνη πάει απ’ τον έναν στον άλλον. Δεν είναι δική μας. Δεν είναι του Θεοδωράκη και εμού ή του Γκάτσου το ελληνικό τραγούδι. Το τραγούδι περνάει από χέρι σε χέρι κι από γενεά σε γενεά. Και καλά κάνουν αυτά τα παιδιά. Κι απ' αυτά τα τραγούδια θα βγούνε και πολύ καλά τραγούδια.
Τραγουδοποιοί και «τραγουδοποιοί»

Σε κάποια παλαιότερη συνέντευξη είχατε πει πως οι τραγουδοποιοί είναι υπερεκτιμημένοι. Το πιστεύετε σήμερα αυτό; Πιστεύει πως αν έδιναν τις συνθέσεις τους σε τραγουδιστές, το καλλιτεχνικό αποτέλεσμα θα ήταν καλύτερο;
Υπάρχουν τραγουδοποιοί και «τραγουδοποιοί». Ας πούμε, ο μέγας Σαββόπουλος… Θα μπορούσε να τα πει τα τραγούδια του κάποιος άλλος; Καλά κάνει και τα λέει ο ίδιος. Αλλά οι άλλοι που είναι μεν καλοί αλλά δεν είναι σπουδαίοι, δεν έχουν καμία σχέση με το Σαββόπουλο. Καλοί ήταν επίσης και οι αδερφοί Κατσιμίχα. Kαι ο Ορφέας Περίδης. Αλλά δεν ήταν κανείς Σαββόπουλος. Μοιραία, αυτοί θέλανε να γράφουν τα τραγούδια και ήταν και μια σχέση άμυνας. Διότι γράφοντας το τραγούδι και δίνοντάς το σ' έναν τραγουδιστή, ο συνθέτης έπαιρνε πολύ λίγα λεφτά. Ενώ εάν εμφανίζεται και το τραγουδάει, υπερασπίζεται το τραγούδι και πληρώνεται σαν τραγουδιστής. Το ίδιο συμβαίνει και με τη δισκογραφία. Ο Μάλαμας δηλαδή τραγουδάει ένα τραγούδι πού’ χει γράψει, αλλά πληρώνεται στο κέντρο και σαν τραγουδιστής. Είναι πολλαπλό το κέρδος. Και βλέπεις ότι ακόμα και τραγουδιστές πολύ μεγάλου μεγέθους, όπως είναι η Χαρούλα η Αλεξίου, τα τελευταία χρόνια γράφουν οι ίδιοι τα τραγούδια τους. Οι περιπτώσεις αυτές βέβαια είναι πολύ μικρές. Αλλά συμβαίνει και αυτό στις μέρες μας.

Τον Ιούνιο του 2005 σε μια συνέντευξή σας στον «Μελωδία Fm» είχατε πει: «Τα λέγαμε και με τον Θεοδωράκη σε μια συνέντευξη που του πήρα για την τηλεόραση και με τον Μικρούτσικο. Ότι πρέπει να γίνει ένας πυρήνας, να ξαναρχίσουμε να γράφουμε όλοι μαζί τραγούδια κι επειδή και οι τραγουδιστές έχουν φτάσει σ’ ένα έσχατο σημείο παρακμής και ζήτημα είναι αν εξαιρώ απ’ αυτή την κουβέντα τρεις - τέσσερις, να βρούμε «εθελοντές τραγουδιστές» ανθρώπους δηλαδή που αγαπούν το τραγούδι, να τους πάρουμε να τραγουδήσουν τα δικά μας τα τραγούδια, τα σπουδαία τα τραγούδια, υποθέτω, που θα γράψουμε».
Τι έγινε τελικά μ’ αυτό το σχέδιο; Γιατί δεν προχώρησε;
Ήτανε μια σκέψη αλλά όλα αυτά τα σχέδια και οι σκέψεις στην πράξη δεν προχωράνε, διότι αυτό προϋποθέτει να βρεθούν, να συμφωνήσουν για τους τραγουδιστές κλπ. Αλλά όταν ας πούμε, η «X» τραγουδίστρια παίρνει 10.000 euro τη μέρα, θα πάει να τραγουδήσει το τραγούδι που έχει στη διάθεσή της, δεν θα περιμένει να κάτσει να σου γράψει ο Χατζιδάκις ή ο Θεοδωράκης ή ο Παπαδόπουλος ή ο Ιάκωβος Καμπανέλλης. Θα πει αυτό που έχει βρει η εταιρεία δίσκων. Αυτή η εταιρεία δίσκων είναι εκείνη η οποία κουμαντάρει όλη αυτή την ιστορία.
Ο Μίκης, ο Πάριος, ο Ρέμος και η «Ερημιά»

Αν δεν απατώμαι το 1983-84 επρόκειτο να κυκλοφορήσει κι ένας δίσκος με δικά σας τραγούδια σε μουσική του Μίκη Θεοδωράκη με τον Γιάννη Πάριο, που τελικά δεν έγινε ποτέ. Γιατί αυτό;
Μόλις πήρε ο Θεοδωράκης το βραβείο Λένιν, εκεί στη Μόσχα συμφωνήσαμε να κάνουμε μια σειρά τραγουδιών και γράψαμε 100 τραγούδια. Βγάλαμε λοιπόν μια δωδεκάδα και φωνάξαμε τον Πάριο. Τα είχε ηχογραφήσει ο Θεοδωράκης. Τα είπε πολύ ωραία ο Πάριος αλλά μετά μπήκε στη μέση η εταιρεία, ο Πάριος είχε συνηθίσει να τραγουδάει κάτι τραγούδια ελαφρολαϊκά, τα δικά μας είχαν άλλο ύφος και σταμάτησε αυτή τη δουλειά. Μετά, τα ίδια τραγούδια με διάφορες παραλλαγές τα δώσαμε στον Μητροπάνο. Όπως συνέβη το ίδιο ατύχημα και στα πολύ ωραία τραγούδια που κάναμε και τα προορίζαμε για τον Ρέμο ο οποίος είχε κάνει πρόβες, ηχογράφησε κιόλας μερικά, αλλά παρενέβη η εταιρεία του και του είπε «Καλά θα πας να τα πεις αυτά τα τραγούδια που είναι πιο βαριά από σένα; Πες αυτά τα τραγούδια που πουλάς, τα εύκολα…» Κι αυτός υπέκυψε σ’ αυτή την ευκολία, στη δυνατότητα να τραγουδήσει εύκολα πράγματα, τα παράτησε και τον δίσκο τον κάναμε με τη Φαραντούρη και με τον Μητσιά.

Πρόκειται για την «Ερημιά» με την ενορχήστρωση του Σταύρου Ξαρχάκου;
Η «Ερημιά» ναι. Τα αποτελέσματα των πωλήσεων ήτανε πολύ πιο χαμηλά. Αλλιώς πουλάει ο Ρέμος κι αλλιώς η Φαραντούρη και ο Μητσιάς. Αλλά ήτανε αμφίβολο εάν τα τραγούδια αυτά με τον Ρέμο θα κάνανε τόση επιτυχία. Δεν ξέρεις ποτέ. Τα τραγούδια μας ήταν πάρα πολύ καλά.

Η «Άπονη ζωή» σήμερα…

Το Νοέμβρη του 2008 είχατε πει σε συνέντευξή σας στην «Ελευθεροτυπία»: «Όταν έγραψα το '63 την "Άπονη Ζωή" ήθελα να βγάλω μια κραυγή αγανάκτησης που αισθανόμουν ότι ήταν κοινή. Ο κόσμος τότε υπέφερε. Βγαίναμε από τη σκληρή οκταετία του Καραμανλή, της βίας και νοθείας. Ερχόταν η σειρά του Γεωργίου Παπανδρέου. Και παντού στον κόσμο γίνονταν ζυμώσεις. Υπήρχε κι ένας άνεμος ελπίδας. Η μαγκιά, η εξυπνάδα ή το ταλέντο ήταν οι κεραίες σου να συλλάβουν όλο αυτό το κλίμα…» Νιώθετε σήμερα την ίδια αγανάκτηση; Έχει θέση μια «Άπονη ζωή», μια «Φτωχολογιά» ή τραγούδια τέτοιου ύφους; Θα ξαναγραφτούν τέτοια τραγούδια;
Ναι αλλά γραμμένη μ’ έναν άλλο τρόπο και φαντάζομαι μ’ έναν νέο άνθρωπο που οι κεραίες του θα συλλαμβάνουνε αυτό το πράγμα. Διότι εκείνα τα χρόνια ήτανε χάλια πράγματι, αλλά βλέπαμε ότι υπάρχει μια προοπτική, ερχότανε μια δημοκρατική κυβέρνηση του Γεωργίου Παπανδρέου. Σήμερα η Ελλάδα είναι στα πρόθυρα της πτώχευσης και δεν βλέπεις καμία προοπτική. Αν έχει προοπτική ο νέος ιδίως άνθρωπος, τα πράγματα είναι ωραία. Ακόμη και στη χούντα λέγαμε ότι η χούντα δεν θα κρατήσει επ’ άπειρον. Κάποτε θα πέσει και θα έρθει η ελευθερία. Σήμερα είναι όλοι παγωμένοι και ιδίως οι νέοι άνθρωποι οι οποίοι δεν έχουνε δουλειά, παίρνουνε 700 euro το μήνα, όσοι δουλέψουν, για να μπορέσουν να ζήσουν οικογένειες. Τα πράγματα είναι τραγικά γιατί δεν υπάρχει αυτή η προοπτική. Εάν ένας νέος σήμερα γράψει, έτσι θα γράψει, γιατί θα βγάλει μια κραυγή κι αυτός για την αγωνία που έχει για το αύριο ενώ εμείς δεν είχαμε αγωνία για το αύριο, είχαμε μία διαμαρτυρία για το σήμερα. Καταλαβαίνεις τι λέω; Σημασία έχει να βρεθούν στο δρόμο μας προοπτικές. Ν’ αλλάξει η κατάσταση. Κι αυτό θα το κάνουν οι νέοι. Θα καταγγείλουν τα γεγονότα και θα προχωρήσουν παραπέρα.

Η «Σπίθα» του Μίκη

Για το «Κίνημα Ανεξαρτήτων Πολιτών» ή αλλιώς «Σπίθα» που ίδρυσε πρόσφατα ο Μίκης Θεοδωράκης ποια είναι η γνώμη σας;
Δεν έχω καμία σχέση μ’ αυτό το πράγμα. Λέει εκεί ο Θεοδωράκης περί ανυπακοής κλπ. Εδώ ζούμε σ’ένα κράτος το οποίο έχει κάποιους νόμους, έχει ένα σύνταγμα. Αύριο δηλαδή δεν θα πάει να πληρώσει τους φόρους του; Ο νόμος λέει ότι πρέπει να πληρώσει τους φόρους του. Δεν θα πάει ο γιος του φαντάρος; Tα διόδια, τα οποία σκληρύνανε, θα πηγαίνει ο κάθε Γκλέτσος και θα τα σπάει; Υπάρχει ο νόμος ο οποίος είναι πραγματικά σκληρός, αλλά ο νόμος έλεγε ότι ο Σωκράτης πρέπει να πεθάνει με το κώνειο. Κι ο Σωκράτης ήπιε το κώνειο επειδή το είπε ο νόμος. Εάν δεν υπάρχει μες στην πολιτεία το σύνταγμα που καθορίζει την πορεία ολονών μας, τότε επικρατεί ένα χάος. Δηλαδή μια κοινωνία συγκροτημένη, πρέπει να ’χει το στρατό της, την αστυνομία της, τους δημοσίους υπαλλήλους της. Ποιος θα σου δώσει εσένα,  που έχεις ένα παιδάκι, το ληξιαρχείο, πότε γεννήθηκε το παιδάκι, πώς θα το βαφτίσεις κλπ; Όλα αυτά είναι στημένα εδώ και πάρα πολλά χρόνια. Ξαφνικά ανυπακοή; Τι θα πει ανυπακοή; Δηλαδή δεν ακούω, δεν βαφτίζω το παιδί μου, δεν το στέλνω στο σχολείο και κάνει μάθημα στο σπίτι του; Δεν αναγνωρίζω το πανεπιστήμιο; Δεν γίνονται αυτά τα πράγματα. Είναι πολύ ωραία να τα λες, αλλά είναι πολύ δύσκολα να τα κάνεις, αν τα πιστεύεις… Γιατί εγώ δεν τα πιστεύω…

Ο στίχος σήμερα…

Την εικόνα του ελληνικού στίχου σήμερα πώς την κρίνετε;
Εξαιρετικούς στίχους γράφουν. Η Νικολακοπούλου, ο Ρασούλης, ο Αλκαίος, ο Τριπολίτης και άλλοι νεώτεροι. Ο Νίκος ο Μωραΐτης ξέρει τον τρόπο να φτιάχνει και σουξέ. Είναι πολύ καλοί. Και σου ανέφερα αμέσως πέντε. Εκείνα τα χρόνια τα δικά μας ήταν πολύ μεγάλοι οι στιχουργοί, αλλά πολύ λίγοι. Ενώ τώρα είναι πολύ καλοί στιχουργοί. Μπορεί να μην είναι κανείς μεγάλος αλλά με τον καιρό μπορεί να γίνουν κι αυτοί μεγάλοι.

Συνθέτες και τραγουδιστές της νεότερης γενιάς υπάρχουν για να υποστηρίξουν αυτούς τους στίχους;
Δεν είναι τόσο μεγάλοι οι τραγουδιστές. Σκέψου ότι τότε υπήρχε ο Καζαντζίδης ή ο Μπιθικώτσης. Βεβαίως είναι εν δράσει και ο Νταλάρας και η Χαρούλα αλλά όχι μόνο αυτοί. Επειδή είναι εξαιρετικοί τραγουδιστές τους αναφέρω. Ο Μητσιάς, μέγας τραγουδιστής… Είναι και η Πρωτοψάλτη… Το μυαλό μου πηγαίνει περισσότερο στα κορίτσια γιατί μ’ αρέσουν τα κορίτσια…
Τα σημερινά κορίτσια

Μου δίνετε πολύ καλή «πάσα» για την επόμενη ερώτησή μου. Το Νοέμβρη του 2008 είχατε πει και πάλι στην ίδια συνέντευξή σας στην «Ελευθεροτυπία»: «Και τα κορίτσια, με τα οποία νταραβερίζομαι στα τραγούδια, είναι κορίτσια από λαϊκές οικογένειες. Κορίτσια που, για να δουν τον αγαπημένο τους, πλένονταν στη σκάφη με μια πλάκα πράσινο σαπούνι και μετά έκοβαν γιασεμιά και τα 'βαζαν στα στηθάκια τους να μυρίζουν ωραία. Είχε μια καθαρότητα όλο αυτό».
Τι θα λέγατε για τα σημερινά κορίτσια;
Τα κορίτσια είναι πάντα το θαύμα του κόσμου. Είτε είναι λαϊκά είτε δεν είναι. Τα κορίτσια δίνουν ένα άρωμα στη ζωή και μας κάνουν να ερωτευόμαστε, να εμπνεόμαστε, να διεκδικούμε. Τα κορίτσια είναι πάντα οι άγγελοι της παρηγοριάς μας. Είτε τότε, είτε σήμερα. Σήμερα δε, πρέπει να πω ότι όλα τα κορίτσια είναι όμορφα, γιατί πλένονται πολύ ωραία, ντύνονται πολύ ωραία, αρωματίζονται υπέροχα, πηγαίνουν σε γιατρούς και κοιτάζουν το δέρμα τους, έχουνε εξαιρετικά καλλυντικά… Όλες οι γυναίκες σήμερα είναι όμορφες. Παλιά δεν ήταν. Είναι γυμνασμένες σήμερα, πηγαίνουνε σε γυμναστήρια. Οι κώλοι τους είναι ψηλά, τότε ήταν χαμηλά και σκέψου ότι υπάρχει ένα δημοτικό τραγούδι που λέει μέσα πώς ένας αγάπησε κάποια η οποία ήτανε χαμηλοκώλα και κοντοποδαρούσα. Είχε κοντά πόδια. Και το θεωρούσανε προσόν. Ενώ τώρα που έχουν έρθει όλες οι «βόρειες», κοιτάς και μετράς τα πόδια τους και λες: «Παναγία μου τι είναι αυτά τα κορίτσια;» Έτσι δεν είναι;
Καζαντζίδης και Μπιθικώτσης


Σαφέστατα, συμφωνώ απολύτως μαζί σας… Ν’ αλλάξουμε θέμα όμως και να πάμε στον Καζαντζίδη στον οποίο αναφερθήκατε προηγουμένως… Αν εξαιρέσουμε τα δυο τραγούδια του Λοΐζου («Δεν θα ξαναγαπήσω», «Όταν βλέπετε να κλαίω»), τις δυο επανεκτελέσεις του Ξαρχάκου («Άπονη ζωή», «Φτωχολογιά») και τα δυο τραγούδια του Θανάση Πολυκανδριώτη που ηχογράφησε το 1994 («Να μη με λένε Στέλιο», «Εγώ ποτέ δεν τραγουδώ»), δεν συνεργαστήκατε περισσότερο. Σε αντίθεση με τον Μπιθικώτση που είπε αρκετά περισσότερα. Γιατί αυτό;
Ο τραγουδιστής μου ήταν ο Μπιθικώτσης. Εγώ ήμουν ήδη 28 χρονών όταν βγήκε η «Άπονη ζωή». Αλλά είχα μια σχέση με τον Ξαρχάκο, με την εταιρεία στην οποία ήταν ο Ξαρχάκος και εκεί υπήρχε ο Μπιθικώτσης και η Μοσχολιού. Δε μπορούσα να πάω σε άλλη εταιρεία και ν' αφήσω τον Ξαρχάκο. Καταλαβαίνεις πως ήταν μια σχέση, όχι μόνο καλλιτεχνικής συνεργασίας αλλά και μιας πολύ στενής φιλίας. Έτσι δεν μου έτυχε να συνεργαστώ τότε με τον Καζαντζίδη. Επιπλέον ο Καζαντζίδης ερχόταν από μια άλλη ανατολίτικη σχολή, ενώ ο Μπιθικώτσης είχε πει τραγούδια του Θεοδωράκη και ήταν μιας άλλης σχολής, μιας άλλης αντίληψης. Δεν θα μπορούσα δηλαδή εγώ να γράψω τραγούδια για τον πολύ μεγάλο τραγουδιστή που λέγεται Μανώλης Αγγελόπουλος, δεν θα μπορούσε να πει τις λέξεις που γράφω εγώ. Πώς μπορεί να πει τη λέξη «απόδειπνο» ο Αγγελόπουλος; Θα σκάσεις στα γέλια. Έτσι δεν είναι; Εσύ που θα τ’ ακούσεις…

Λογοκρισία και αλλαγές στίχων

Έχουν αλλαχτεί ποτέ στίχοι σας στην τελική μορφή των τραγουδιών χωρίς να το ξέρετε;
Βεβαίως έχει γίνει. Όταν κάνεις ένα τραγούδι και το προβάρουν και πάνε να το τραγουδήσουνε, μέσα στο studio ο τραγουδιστής, παρότι το ’χει δει και το ’χει ξαναδεί, βλέπει ότι κάποια λέξη δεν του πηγαίνει στο στόμα. Ας πούμε, αρχίζει ένα τραγούδι με το «Π», «Πέφτει η νύχτα» κλπ. Όταν πλησιάσει το στόμα του για να τραγουδήσει, το «Π» που λέει απ' το «Πέφτει», κάνει ένα θόρυβο τέτοιο, που αλλοιώνει τη λέξη. Οι τραγουδιστές επειδή τα ξέρουν αυτά τα πράγματα, τα αποφεύγουν και βρίσκουν τρόπους ν’ αλλάξουν με λέξη που δεν έχεις βάλει εσύ και το τραγούδι να γίνει πιο «γλυκό».

Η λογοκρισία της χούντας σας ταλαιπώρησε πολύ;
Εμένα όχι πολύ. Πολλά τραγούδια βέβαια τα σακάτεψε αλλά επαναλαμβάνω ότι εμένα όχι πολύ. Σακάτεψε τον Θεοδωράκη και απαγόρευσε τα τραγούδια που είχε γράψει τότε με τον Χριστοδούλου, με τον Ελευθερίου κλπ. Αλλά μετά, μόλις έγινε η μεταπολίτευση, επί δύο χρόνια, όλος ο κόσμος έπαιρνε τραγούδια του Θεοδωράκη… Ουρές…
Χατζιδάκις και «Κεμάλ»

Ο Μάνος Χατζιδάκις ήταν ο μόνος από τους μεγάλους συνθέτες με τον οποίον δεν συνεργαστήκατε. Αν δεν απατώμαι υπάρχει και μια μικρή ιστορία μ’ ένα σκυλί… Τι ακριβώς συνέβη;
Ο Χατζιδάκις είχε βγάλει τότε αυτά που είχε γράψει στην Αμερική, τα “Reflections” και μου ζήτησε να γράψω ένα τραγούδι που να ’χει τίτλο «Κεμάλ». Ρώτησα εγώ τον παραγωγό που ήταν ο Πατσιφάς γιατί θέλει να γράψω το όνομα Κεμάλ. Μου λέει «γιατί είχε ένα φίλο που είχε ένα σκυλάκι και το λέγανε Κεμάλ». «Ε, δε γίνεται» λέω…. Και δεν έγραψα….
Σταύρος Κουγιουμτζής

Θα ήθελα να μου πείτε δυο λόγια για έναν από τους σημαντικότερους συνθέτες, με τον οποίον αν και γράψατε μόνον έξι τραγούδια, είχατε μια πολύ καλή σχέση, τον Σταύρο Κουγιουμτζή. Εμείς οι Καλαμαριώτες είχαμε την τύχη να τον έχουμε ανάμεσά μας, αφού από το 1988 και μετά επέλεξε την Καλαμαριά ως τόπο διαμονής του.
Ο Κουγιουμτζής είναι από τα πιο θετικά στοιχεία όχι μόνο της τέχνης και του τραγουδιού αλλά και των ανθρώπων. Ήταν ένα παιδί που είχε σπουδές και έγραφε πολύ ωραία τραγούδια. Είχε μια απίστευτη σεμνότητα. Δε μίλαγε ποτέ για τον εαυτό του, δεν διεκδικούσε ποτέ τίποτα παραπάνω απ’ αυτά που πίστευε ότι του ανήκουν. Εγώ τον γνώρισα να παίζει πιάνο τις νύχτες σε ένα νυχτερινό κέντρο, για να μπορεί να βγάζει πριν απ’όλα το ψωμάκι του, γιατί ήταν από φτωχή οικογένεια. Αυτός λοιπόν ο άνθρωπος είχε ιδεώδη. Αγάπησε μια γυναίκα, την παντρεύτηκε, έγραφε τραγούδια γι' αυτήν, της τα αφιέρωνε και δεν έμπαινε μπροστά ποτέ για να διεκδικήσει κάτι παραπάνω απ’ αυτό που του ανήκε. Και ούτε διαγκωνιζόταν. Ήταν ένας άνθρωπος ίσιος, λίγο βαρύς, αλλά πάντως έντιμος, καθαρός. Έχω ζήσει πολύ έντονες στιγμές μαζί του, διότι τον αγαπούσα πολύ παρότι δεν γράψαμε πολλά τραγούδια. Ο Κουγιουμτζής τότε έγραφε με τον Μάνο Ελευθερίου, τον Άκο Δασκαλόπουλο και δεν ξέρω για ποιο λόγο, ενώ τον ενδιέφερε πάρα πολύ να γράψει μαζί μου, γράψαμε κάποια τραγούδια, όχι πολλά όμως. Ήταν λάθος. Έπρεπε να είχαμε γράψει πολλά. Έζησα μια συνταρακτική ώρα για τον Κουγιουμτζή. Με πήρε στο τηλέφωνο η Αιμιλία η γυναίκα του και μου είπε ότι έπαθε έμφραγμα και είναι στο νοσοκομείο. Ύστερα από δυο-τρεις ώρες με πήρε η αδερφή της Αιμιλίας και ενθουσιάστηκα. Της είπα «εντάξει, τελειώσαμε ε;» «Όχι, πέθανε» μου λέει… Μου κόπηκε όλη η μαγκιά… Γιατί να πεθαίνει τώρα ένας νεότατος άνθρωπος, τόσο ταλαντούχος και τόσο έντιμος; Για τον Κουγιουμτζή δεν ακούστηκε ποτέ τίποτα. Ένας άνθρωπος που είχε συνείδηση και ήταν και φορέας ενός τραγουδιού που ήταν πάρα πολύ αληθινό, στηριζόταν απολύτως στο παλιό ρεμπέτικο, στο λαϊκό και στο δημοτικό τραγούδι κι αυτά που έγραφε ήταν μεθυστικά κομμάτια, γεμάτα νοσταλγία και δραματικότητα. Ο πιο μεγάλος δραματικός συνθέτης στην Ελλάδα ήταν ο Κουγιουμτζής. Μέγας συνθέτης και σπουδαίος άνθρωπος.
 «Η Καλαμαριά είναι μια εστία μεγάλου πολιτισμού»

«Βρήκανε, λέει, ένα τραγούδι
που ‘χε στο στήθος μαχαιριά
σε κάποιο βρόμικο πεζούλι
μια νύχτα στην Καλαμαριά».

Έτσι λέτε σ’ ένα τραγούδι σας σε μουσική του «δικού μας», του Καλαμαριώτη Γιώργου Καζαντζή. Κλείνοντας αυτή την κουβέντα, θα μου καταθέσετε τη γνώμη σας για την πόλη μας;
Είναι πολύ καλός ο Καζαντζής… Κοίταξε, εγώ έχω παντρευτεί μια γυναίκα που είναι απ’ τη Θεσσαλονίκη. Εκεί μεγάλωσε, εκεί έζησε και μετά έφυγε και σπούδασε στο εξωτερικό. Αλλά η ψυχή της είναι στη Θεσσαλονίκη. Έχουμε ένα σπίτι που είναι στην πλατεία Αριστοτέλους, στην οδό Νίκης. Και όποτε έχουμε καιρό, εγώ κυρίως, γιατί αυτή έχει ένα θέατρο και ασχολείται με το θέατρό της, πετιέμαι πάντοτε γιατί αγαπώ πάρα πολύ τη Θεσσαλονίκη. Και φεύγουμε με παρέες. Συνήθως τρώμε στην αγορά σ' ένα μαγαζί που το ’χει ένας φίλος μας και στενός φίλος του Μητσιά. Η Καλαμαριά νομίζω ότι είναι πια ένα στολίδι της Θεσσαλονίκης, είναι μια πόλη εξαιρετική, ένας δήμος εξαιρετικός, με βλάστηση, έχει πράσινο, είναι η θάλασσα κι έχει κυρίως αυτό το καταπληκτικό ανθρώπινο δυναμικό, διότι κατοικείται σ' ένα τεράστιο ποσοστό από Πόντιους. Οι Πόντιοι μπορεί μερικές φορές να ’χουνε πείσμα και να μη συνεννοούνται αλλά έχουνε μία μπέσα κι αυτό είναι πολύ μεγάλη υπόθεση. Εγώ αγαπάω πάρα πολύ τους Πόντιους, είναι η μάνα μου Πόντια και επί δέκα πέντε χρόνια πήγαινα κάθε χρόνο στη Γερμανία σε χορούς παραδοσιακούς που κάνανε τα παιδάκια των Ποντίων και ήταν κάτι το αποθεωτικό. Πέρασα υπέροχα. Η Καλαμαριά πρέπει να κρατήσει το χαρακτήρα της χωρίς αυτό να σημαίνει ότι μπορεί να οπισθοδρομήσει. Είναι μια εστία μεγάλου πολιτισμού… Είδα και το περιοδικό «Πολίτης Κ» που μου στείλατε και ενθουσιάστηκα… Μπράβο!!! Οι πρωτοβουλίες που πήρε για τον Κουγιουμτζή… Αυτά είναι πολύ σπουδαία πράγματα, μοναδικά θα ’λεγα σε όλη την Ελλάδα. Να είναι καλά οι Καλαμαριώτες, να είναι καλά οι αρχές που βρίσκονται εκεί, οι Δήμαρχοι απ' ότι έχω καταλάβει είναι μονίμως δημοκρατικών αρχών και να πάνε πάρα πολύ καλά διότι αυτό είναι για το συμφέρον όχι μόνο της Καλαμαριάς, αλλά για την ευρύτερη Θεσσαλονίκη και για όλο τον τόπο εν τέλει…

Πρόεδρε να είσαι καλά… Σ’ ευχαριστώ πολύ…
Θανάση σ’ ευχαριστώ πολύ κι εγώ…


Υ.Γ.: Η συνέντευξη δημοσιεύθηκε στο τεύχος 43 του περιοδικού «Πολίτης Κ» που εκδίδει ο Δήμος Καλαμαριάς τον Απρίλη του 2011. - Πηγή: Ogdoo.gr - http://www.ogdoo.gr/prosopa/afieromata/80-xronia-lefteris-papadopoulos


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου