(ΣΥΝΕΝΤΕΥΞΗ - ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ) Ο Τσαουσάκης, ο
Αγγελόπουλος, ο Παπάζογλου, ο Τσιτσάνης, ο Αλκαίος, οι Led Zeppelin, η λατρεία
για τη μουσική είναι… μερικοί απ’ τους σταθμούς και ο τελικός προορισμός του
«Χάρτη» της κουβέντας μας με το Σωκράτη Μάλαμα. Αυτός είναι και ο τίτλος της
τελευταίας του δισκογραφικής εργασίας όπου στο εξώφυλλο το «πειρατικό»
ιστιοφόρο του Σωκράτη -κάπως έτσι φαντάζει- χαράζει τις ρότες του. «Πειρατικό»
είναι και το προσωνύμιο της κωμόπολης Συκιά που γεννήθηκε. Σαν «πειρατής» ο
Μάλαμας σεργιανά με το δικό του τρόπο στις θάλασσες της μουσικής, συλλέγει
πολύτιμες εμπειρίες, μικρές και μεγάλες στιγμές, σχέσεις με όσα τον
περιτριγυρίζουν, υλικά και άυλα, έμψυχα και –για ορισμένους, όχι για κείνον- «άψυχα»,
κι όλο αυτόν τον πλούτο τον «κερνάει» με τραγούδια, στο πλήρωμα και στους
«φίλους» που θέλουν να γευτούν τα δώρα του, όταν το πλοιάριό του πιάσει λιμάνι.
Κι ύστερα αφού αναπαυτεί το κορμί, το μυαλό και η καρδιά του ξεκινά το επόμενο
μπάρκο. Ο ολοκαίνουργιος «Χάρτης» του μαζί με τις «φρέσκες» παραστάσεις του στο
Passport αποτέλεσαν και την αφορμή της συζήτησής μας.
Γλυκόπιοτος δίσκος. Όμορφα τραγούδια, γεμάτη παραγωγή, ενορχήστρωση. Όπως παλιά.
Όπως θα ήθελα να τον ακούσω εγώ. Στην ενορχήστρωση έδωσα «χώρο» στο Φώτη Σιώτα, το συνεργάτη μου, που μπήκε μέσα και αλώνισε και το όλο πράγμα απέκτησε μια νέα οπτική. Γιατί κι εγώ στον τομέα αυτό, έχω τα όρια μου: κιθάρα, λαούτο, μπουζούκι, τζουρά, κρουστά, ακορντεόν, όρθιο μπάσο… μέχρι εκεί.
Ποια
είναι η διαφορά του «κάνω έναν δίσκο» σήμερα σε σχέση με το χθες;
Οι δουλειές γίνονται για να έχουμε ένα υλικό να κινούμαστε και για να μην
ξεχάσουμε γιατί υπάρχουμε.
Πολλοί είναι αυτοί που πια «συμβιβάζονται» με
μερικά «σκόρπια» τραγούδια. Είμαι φετιχιστής. Θέλω να βλέπω
ένα υλικό φορέα και να ξέρω πως εμπεριέχει την εργασία των τελευταίων χρόνων
μου. Το να βγάζω ένα τραγούδι στο διαδίκτυο, να φέρει ένα νούμερο, και μετά να
χάνω τα «ίχνη» του δε με εκφράζει. Θέλω να συνεχίσω με τον παραδοσιακό τρόπο,
παρ’ ότι ένας ολοκληρωμένος δίσκος σήμερα έχει μεγάλο κόστος και πολύ λιγότερα
έσοδα σε σύγκριση με το παρελθόν αφού η πειρατεία έχει γίνει μάστιγα.
Τα
τραγούδια του «Χάρτη» δεν έχουν κατασταλάξει ακόμη μέσα μας. Από τις πρώτες
ακροάσεις πάντως, θα τον χαρακτήριζα αγαπησιάρικο. Είναι ίσως ο πιο ερωτικός
σου δίσκος. Με πάμπολλες αναφορές στη γυναίκα: γυναίκα θρησκεία, γυναίκα
πατρίδα… Αυτό οφείλεται στο στιχουργικό του μέρος.
Που
το μεγαλύτερο έχει την υπογραφή του Γιώργου Κλεφτογιώργου.
Ο άνθρωπος είναι ποταμός. Ανεξάντλητος… σε βαθμό εκπλήξεως.
Γνωριζόσασταν,
κάνατε παρέα. Καθόλου.
Γνώριζες
τις δουλειές απ’ τα χρόνια του ’80 με τον Νικολόπουλο –κυρίως- αλλά και τον
Πολυκανδριώτη, τον Θύμιο Παπαδόπουλο κ.ά. Τίποτα απ’ όλα
αυτά. Το μόνο που ήξερα ήταν το «Να κοιμηθούμε αγκαλιά» που τραγουδάει ο
Βασίλης.
Και
πως προέκυψε η συνεργασία σας; Ο ραδιοφωνικός
παραγωγός Ξενοφών Ραράκος μου έδειξε ένα στίχο του και όταν το διάβασα ευθύς
αμέσως είπα μέσα μου: αυτός είναι στιχουργός. Αντιλήφθηκα μονομιάς τη δυναμική
του. Μου άρεσε η γείωση που είχε. Γιατί όταν εγώ γράφω στίχους ξεφεύγω απ’ το
«πραγματικό» μου και μερικές φορές χάνομαι τελείως. Έτσι έχω ανάγκη από στίχους
που να πατάνε γερά στα πόδια τους, στο χώμα κάτω… Αυτό ακριβώς ανακάλυψα στο
Γιώργο.
Είναι τεχνίτης, ευρηματικός στις ρίμες.
Διαθέτει εξαιρετική τεχνική. Είναι στέρεος αλλά όταν ανοίξει την πόρτα του
μπορεί και να σε παρασύρει ο άνεμός του.
Και
λοιπόν; Τον κάλεσα στο τηλέφωνο, μιλήσαμε σχετικά,
συναντηθήκαμε και άρχιζε να με βομβαρδίζει με στίχους που ο ένας ήταν καλύτερος
απ’ τον άλλον.
Πως γράφεις ένα τραγούδι;
Κατά καιρούς διαβάζω και διαλέγω στίχους και τους βάζω στην άκρη. Παίρνω έναν
στην τύχη, από αυτούς, και αυτομάτως προκύπτει η μουσική. Μπαίνω όμως στο λόγο
κατευθείαν γιατί ξέρω το θέμα του. Αν δεν καταφέρω να ανοίξω την πόρτα του
αμέσως, να έχω την πρώτη ανάσα… δεν βγαίνει… Όσο κι αν επιμένω.
Ο
στίχος που δεν μελοποιήθηκε με την πρώτη «πετιέται» η περιμένει την στιγμή του;
Απ’ τους διαλεγμένους όλοι παίζουν και αναμένουν το κατάλληλο πάντρεμα, την
κατάλληλη ώρα. Παλεύω έναν στίχο 18 χρόνια και τώρα ήρθε η ώρα του να γίνει
τραγούδι για το Μανώλη Λιδάκη. Άλλαζα σπίτια, μέρη και κουβαλούσα και το στίχο
μαζί μου. Είχε καταντήσει εμμονή. Είχα βάλει έξι επτά διαφορετικές μουσικές
αλλά καμία δεν του ταίριαζε. Για σκέψου εμένα να βάλω κίτρινο κουστούμι με
κόκκινα παπούτσια. Δεν πάει… Έτσι του έφτιαχνα συνέχεια ρούχα να το ντύσω αλλά
το αποτέλεσμα έμοιαζε απαράδεκτο. Τελικά το έντυσα όπως ποθούσα, το τραγούδησε
ωραία και ο Μανώλης και ησύχασα. Αλλά εν τω μεταξύ, έχασα το χαρτί. Τον στίχο
βέβαια τον γνωρίζω απ’ έξω κι ανακατωτά. Δεν θυμάμαι όμως με ακρίβεια το όνομα
του ανθρώπου που τον έγραψε. Κι έτσι ο δίσκος θα κυκλοφορήσει με την
επισήμανση, ο στιχουργός να απευθυνθεί σ’ εμάς…
Προς
αποκατάστασή του. Κάπως έτσι. Θυμάμαι βέβαια στο περίπου
το επώνυμό του…
Και ο Νίκος Παπάζογλου είχε κάνει κάτι
ανάλογο. Ο πατέρας και αδελφός μου… Και ο Θανάσης
Παπακωνσταντίνου.
Γιατί
γράφεις τραγούδια; Γιατί δε μπορούμε να ζήσουμε
διαφορετικά. Αν δεν το κάναμε θα ήμασταν στη φυλακή. Κακοποιοί θα καταντούσαμε.
Θα είχαμε ανεπανόρθωτες ψυχολογικές διαταραχές. Δεν το διαλέγεις. Πάει από μόνο
του.
Δίχως
σχεδιασμό. Όταν ήμουν πιτσιρικάς και δεν είχα δουλειά, μου
λέγαν οι άλλοι: πάμε να φυτέψουμε αμπέλια στο Πόρτο Καρράς. Πήγαινα. Δουλεύαμε,
βαρούσαμε με τον κασμά τις πέτρες να ανοίξουμε τρύπες και να γεμίσουμε με
αμπελώνες εκείνα τα βουνά. Άκουγαν που έπαιζα κιθάρα: δεν έρχεσαι να κάνουμε
μια βραδιά στο καφενείο… Σχολείο πήγαινες, δε σκεφτόσουν να γίνεις μουσικός.
Ήσουν δοσμένος όμως στο τραγούδι.
Αν δεν είχαμε τα τραγούδια ως νέοι, δεν θα μπορούσαμε να αναπτυχθούμε. Όλα,
ακόμα κι αυτά που μας άρεσαν αλλά κι εκείνα που δεν μας άρεσαν. Το τραγούδι
είναι η πρώτη τροφή, μαζί με την παιδεία. Καθόμασταν πιτσιρικάδες και περνάγαμε
ολόκληρες βραδιές ακούγοντας έναν δίσκο ή μια από τις πολλές κασέτες που
είχαμε. Τρεφόμασταν…
Εξακολουθεί
να είναι το ίδιο θρεπτικός ο ρόλος των τραγουδιών.
Πάντα είναι και θα είναι. Αυτή είναι η δουλειά της μουσικής. Τρέφει τις ψυχές.
Τις θρέφει ή τις δηλητηριάζει, τις εξυψώνει ή τις καταβυθίζει, τις οδηγεί σε
μια ισορροπία ή ανισορροπία. Πάντως είναι τροφή. Όπως τροφή είναι μια μπριζόλα…
αλλά αν τρέφεσαι καθημερινά μόνο μ’ αυτήν τότε μοιραία κάποια στιγμή μπορεί να
έρθει και το έμφραγμα.
Υπάρχει
καλή και κακή μουσική διατροφή. Η μπριζόλα είναι μια
χαρά αλλά πρέπει και να προσέχεις. Η υπερβολή δεν οδηγεί πουθενά.
Τι
άλλο είναι η μουσική, το τραγούδι; Μια βαθιά ανάγκη. Όταν
βυθίζεσαι στη μοναξιά σου και δεν βρίσκεις ένα χέρι να κρατηθείς σου δίνει
στήριγμα. Σαν παιδί δεν έχει τύχει να νιώθεις ξένος μέσα στον κόσμο;
Και
σαν μεγάλος. Απλώς τότε το διαχειρίζεσαι καλύτερα.
Σε αυτό το τούνελ η μουσική είναι η συντροφιά σου, η παρηγοριά σου, ο
ενθουσιασμός σου, σου δίνει δύναμη, αναπνέεις με έναν άλλο τρόπο, αγαπάς με
έναν άλλο τρόπο, αφιερώνεις και αφιερώνεσαι… Είναι η αιτία να πετύχεις πράγματα
που, χωρίς τη μαγεία της, σε φυσιολογικές καταστάσεις δεν θα μπορούσες να τα
καταφέρεις.
Περνάς
όμορφα που μπορείς και συνεχίζεις στο μονοπάτι αυτό που «σε διάλεξε»;
Δεν επέλεξα συνειδητά πως και τι θα κάνω με τα τραγούδια. Ακόμα κι όταν
μεγάλωνα, και μ’ άρεσε πολύ σαν έκφραση, σαν παρέα, δεν πίστευα πως θα γίνει
κύρια δουλειά μου. Κι ας έγραφα τραγούδια από 12 χρονών. Το έκανα όπως ένα
παιδί φτιάχνει στην αυλή του κάστρα με το χώμα… Δεν είχα σκέψεις τέτοιες. Αλλά
απ’ τη μια δουλειά στην άλλη, κι ενώ ήμουν αποφασισμένος να γίνω Ηλεκτρολόγος
-Μηχανολόγος , κάποια μέρα, χωρίς καμία δεύτερη σκέψη, έστρεψα την πλάτη μου
στην σχολή της Στουτγάρδης, πήρα ένα τρένο κι έφυγα. Κι έκτοτε ασχολούμαι μόνο
με τη μουσική.
Σοφή
απόφαση. Δεν το είχα αποφασίσει. Πρώτα έφυγα και μέσα στο
δρόμο ασχολήθηκα με τη μουσική.
Ο
«Χάρτης» σου είναι ένας νταλκαδιάρικος δίσκος. Κρύβει πόθο και πάθη. Ίσως
επειδή και ο στίχος είναι πιο «στεριωμένος» και η ερμηνεία σου έχει ένα «παραπανίσιο»
-σε σχέση με τα δεδομένα σου- νταλκά... Κοίταξε, όταν ξεκίναγα
έπαιζα στις μπουάτ μπαλάντες που αγαπούσα, του Σαββόπουλου, του Χατζή… Αλλά την
ίδια ώρα μέχρι και το 1989 δούλεψα σαν λαϊκός τραγουδιστής και κιθαρίστας σε
άπειρα μαγαζιά και μάλιστα έπαιρνα και αρκετά λεφτά. Δεν ήμουν πολύ ευκίνητος
ερμηνευτής αλλά διάλεγα εκείνα που μου ταίριαζαν και «περνούσα» στον κόσμο.
Λάτρευα τον Τσαουσάκη, με συγκινούσε βαθιά. Μου έβγαζε όλο τον νταλκά αλλά με
ηρεμία, δίχως ψευτιές και δήθεν υπερβολές. Αγαπούσα όλους αυτούς τους θρυλικούς
βάρδους. Γιατί το λαϊκό τραγούδι εκείνης της εποχής είχε γιγάντιες μορφές. Μην
κοιτά που κάποιοι τις αντιμετώπισαν με σνομπισμό, όπως συνέβη με τον Μανώλη
Αγγελόπουλο.
Τεράστιος
ερμηνευτής. Όταν τον άκουσα και ζωντανά μου έκλεψε
την καρδιά. Φαντάσου τι «ανισορροπία» είχα μέσα μου, που απ’ τη μια
τρελαινόμουν με τους Led Zeppelin και την ίδια στιγμή με τον Αγγελόπουλο. Και
προσπαθούσα να ψήσω και τους γύρω μου που με κοιτούσαν με απορία. Τους έλεγα:
«Μα ακούστε ένα λεπτό αυτόν τον τραγουδιστή. Νιώστε τη δύναμή του που σε
κατακλύζει από παντού». Αλλά τότε οι γνωστοί μου τον Αγγελόπουλο τον έβλεπαν
σαν λαϊκάντζα… «Μα τι μουσικές είναι αυτές», μου απαντούσαν.
Είμαι
σίγουρος πως αν τον άκουγε ο Robert Plant θα υποκλίνονταν στο μεγαλείο του.
Βέβαια, γιατί είναι τραγουδισταράς και ξέρει να ακούει και έχει κάνει και
μεγάλα ανοίγματα στο ρεπερτόριό του. Δεν είναι κανένα κορόιδο να αισθάνεται
«θρησκευόμενος» οπαδός ενός συγκεκριμένου είδους ή μιας κατεύθυνσης.
Πολύ
θα ήθελα να σε ακούσω να τραγουδάς Τσαουσάκη και άλλα άσματα του ΄50.
«Κοντεύουνε χαράματα και ύπνος δε με παίρνει», απ’ τα πρώτα τραγούδια που είπα
στο πάλκο, και σε πληροφορώ ότι παρ’ ότι πιτσιρικάς, ήμουν πολύ
αποτελεσματικός. Έπαιρνα μπόλικη χαρτούρα… (χαμογελάει). Τελικά έκανα λάθος που
έγραψα τραγούδια. Έχασα την καριέρα μου… (γελάμε)
Πάντως
και στα τραγούδια σου έχεις «περάσματα» απ’ τα λαϊκά εκείνων των χρόνων,
υπάρχουν «βυζαντινές» αναφορές, κοψίματα… Απ’ όλους
έχουμε πάρει. Έχουμε πίσω μας μια απέραντη βιβλιοθήκη με όλες στις πληροφορίες.
Το τραγούδι δεν γεννιέται απ’ το τίποτα. Τόσο στις μελωδικές γραμμές όσο και
στο λόγο. Άμα δεν δεις τους παππούδες σου, ποιον θα δεις. Αν υπάρχει κάποιος
που ισχυρίζεται ότι ξεκίνησε εκ του μηδενός και «έχτισε», να μου τον συστήσεις
κι εμένα, να δω το αξιοπερίεργο του κόσμου. Όπως χτίζεις ένα καινούργιο σπίτι
με τα παλιά υλικά, όπως οι χριστιανοί έχτισαν τις εκκλησίες τους πάνω στους
αρχαίους ναούς, έτσι κι εμείς. Είμαστε αντιγραφείς με τη δυνατότητα και την
αυθάδεια του αυτοσχεδιασμού. Όμως τα πρωταρχικά σχέδια είναι γενναιόδωρα
παραδομένα μέσα στο χρόνο από όλους (πριν) για όλους (μετά).
Υπάρχουν
όμως αρχιτέκτονες που πάνω στους παλιούς κίονες χτίζουν αριστουργήματα και
άλλοι που δημιουργούν ασχήμιες ή «καρικατούρες». Εσύ έβγαλες με μαστοριά ένα
«χαρμάνι» δικό σου. Είναι αναπόδραστο. Δεν γίνεται να μη
βάλεις τον χαρακτήρα σου μέσα. Ακόμα κι αυτοί που φτιάξανε το ίδιο ακριβώς
σχέδιο, πανομοιότυπα παράγωγα δηλαδή, κάτι, κάπως, προσπάθησαν.
Άλλο
διασκευαστής όμως κι άλλο συνθέτης. Ας το πούμε έτσι…
Ξέρεις, στο εμπόριο, είναι μεγάλη η ζήτηση για ευάκουστα προϊόντα, που το αυτί
στρέφεται με ευκολία προς αυτά. Δεν απολαμβάνει, έλκεται όμως.
Ξεγελιέται…
Δηλαδή
σε ένα σούπερ μάρκετ, τι θα βάλουν, το «Χάρτη»; Θα βάλουν μια απομίμηση ξένου
ρεπερτορίου που έχει παιχτεί πάρα πολύ, που κάποιος δικός μας έξυπνος πήρε τα
ριφ και κάποιες μελωδιούλες, έβαλε και μια ευχάριστη γυναικεία φωνή, θηλυκή,
ελαφρώς σεξουαλική, να τραγουδάει… Και ακούγοντας όλο αυτό αγοράζεις, τα
ξυριστικά σου, την κονσέρβα σου…
Κλασικό
το έργο… Ναι μεν, αλλά παλιότερα, οι δημιουργοί ήταν πιο
προσεκτικοί με αυτό που παρήγαγαν όπως και αυτοί που άκουγαν. Το φυσικό
ένστικτο των ανθρώπων τους έκανε να λένε: «Α μωρέ τον Καραγκιόζη». Ή τους έκανε
να λένε: «Σήκω τώρα να πάμε στο διπλανό χωριό , παίζει ο τάδε…». «Μα πώς να
πάμε;». «Με τα πόδια».
Τα
έζησες αυτά; Αν τα έζησα. Έχω κάνει αμέτρητα
χιλιόμετρα, έχω λειώσει παπούτσια…
Για
ποιον πήγαινες; Για μερακλήδες παίκτες που όμως δεν
είχαν δισκογραφία. Λαούτα, βιολιά… Μετά πιο νέοι που παίζαν ρεμπέτικα αλλά και
«τραγούδια του αγώνα», αντιστασιακά και άλλα. Όσο περνούσαν τα χρόνια
ξεπρόβαλαν καινούργιοι μουσικοί, πιο καταρτισμένοι. Ξεκινάγαμε απ’ τη Συκιά της
Χαλκιδικής να πάμε στον Άγιο Νικόλα, για ν’ ακούσουμε τον Σκούντζο και τα
παιδιά της ορχήστρας του. Μιλάμε για 18 με 20 ώρες ποδαρόδρομο πήγαινε έλα. Γι’
αυτό σου λέω πως η μουσική είναι τροφή. Θα μου πεις δεν είναι όλοι ξετρελαμένοι
με τα τραγούδια σε αυτόν τον βαθμό, όμως είναι πάρα πολλοί.
Εσύ
έχεις ακόμα την ίδια φλόγα και τρέλα; Και χειρότερα. Ο γιος
μου ο μεγάλος είναι 33 χρονών. Φαντάσου σε πόσες συναυλίες και προγράμματα τον
πήγα. Μετά ήρθε η κόρη μου. Ξαναφαντάσου… Ύστερα η άλλη κόρη. Βουρ, τα ίδια!
Και μετά ο μικρός γιος. Ξανά τα ίδια!
Που
τους πηγαίνεις δηλαδή; Παντού… Άμα έρθει ο Justin Bieber,
θα πάω τη μικρή μου να τον δούμε. Δε γλυτώνεις… Όπως και τη Madonna και τη Lady
gaga… Θεάματα, φοβερά και τρομερά. Αυτοί ξέρουν μια άλλη τέχνη. Πουλάνε κάτι
άλλο, πιο εξωστρεφές, ένα παιχνίδι εντυπώσεων. Βέβαια το ταλέντο υπάρχει από
κάτω, αλλά… Δηλαδή δεν θα πήγαινες να δεις τον James Brown άμα έπαιζε; Εγώ θα
πήγαινα από τα Τρίκαλα μέχρι την Πελοπόννησο με τα τέσσερα για να τον ακούσω...
Ή τον Πετρολούκα στην Ελευσίνα;
Στους
δύο τελευταίους θα ερχόμουν μαζί σου. Μεγάλη πάντως η γκάμα σου.
Μου αρέσουν τώρα κάτι καινούργια ξένα παιδιά, αλλά ξεχνάω τα ονόματα. Μου
αρέσει αυτή η τρελή, η Lana Del Ray. Έχει ένα εξαιρετικό σκηνοθετικό και
μουσικό εύρημα πίσω της και βέβαια ο τρόπος της, η εκφραστικότητά της, είναι
εκπληκτική. Και την ίδια ώρα θα πήγαινα από νταλκά ν’ ακούσω μια παράσταση του
Κραουνάκη με τρία όργανα…
Αν
είχε περισσότερα; Μάλλον όχι. Δε μου αρέσουν τα πολύ
φανφαρόνικα στο ελληνικό πρόγραμμα. Δεν μπορώ να πάω σε ένα μαγαζί με δέκα
μουσικούς, που θα έχει διασκεδαστικό χαρακτήρα, και πάμπα πουμ να παίζουν να
χορεύουν και τα σχετικά.
Τελευταία
που πήγες; Στο Δημήτρη Ζερβουδάκη σε ένα μαγαζάκι μικρό στα
Τρίκαλα και πέρασα ωραία. Πιο νωρίς στο Θανάση πριν να σταματήσει… Μετά στους
Encardia, στον Αγγελάκα… Μην νομίζεις δεν τα θυμάμαι και όλα. Πηγαίνω στους
Κρητικούς, δηλαδή σε κρητικά συγκροτήματα… Μ’ αρέσει πάρα πολύ η μουσική τους,
πεθαίνω. Πηγαίνω στους Θρακιώτες… Άκουσα κάτι πιτσιρικάδες με λαούτα, κλαρίνα,
ακορντεόν, στην αγορά της Σαλονίκης, στο Παλιάλογο… Πηγαίνω και αλλού αλλά
κρύβομαι. Δεν κάθομαι μπροστά, πάω πίσω, πίσω. Γιατί άμα με πάρουν χαμπάρι
έρχονται μου μιλάνε και με ανεβάζουν να τραγουδήσω… ενώ εγώ πάω για ν’ ακούσω
τους άλλους.
Βλέπεις
ταλέντα που να σε ενθουσιάζουν; Αν βλέπω… Έχω πάθει
έρωτα. Συχνάζω σε κάτι κλαμπάκια τζαζίστικα και βλέπω νεαρούς μουσικούς Θεούς.
Έχουν ανεβάσει τόσο πολύ τον πήχη των επιδόσεων και της αίσθησης που υπερβαίνει
ότι θα μπορούσα να φανταστώ. Υπάρχουν παιδιά 30 χρονών στην Ελλάδα που αν
παίξουν στη Νέα Υόρκη, οι Αμερικάνοι, θα «κλάσουν μέντες». Υπάρχει πολύ μεγάλο
ταλέντο στις νέες γενιές μουσικών.
Μήπως
όμως υστερούμε στο θέμα «προσωπικότητα» και «προσωπική» ματιά. Πολλοί
μπουζουξήδες σήμερα «φτάνουν» στο τρέξιμο τον Χιώτη αλλά –πέρα από ορισμένες
εξαιρέσεις- πόσοι έχουν να προτείνουν κάτι που να φέρει τη σφραγίδα τους;
Σου μιλάω για ολοκληρωμένους μουσικούς, όχι απλώς δεξιοτέχνες. Δεν στέκομαι
μόνο στην τεχνική αλλά κυρίως στην αίσθηση. Σε διαβεβαιώνω πως έχουμε
Βασιλιάδες, Αυτοκράτορες, υψηλά μουσικά ένστικτα.
Στην
μπάντα σου έχεις τέτοιους «πρίγκιπες»; Είναι όλοι τους παιδιά
μεγάλης απόδοσης, στο αίσθημα, στην τελειότητα, στη γνώση.
Γι’
αυτό εμπιστεύθηκες το Σιώτα στο «Χάρτη»; Απόλυτα. Του έδωσα τον
σκελετό του σπιτιού, τα μπετά, και μπήκε και έφτιαξε τα πάντα. Δικαιώθηκες; Εκατό τοις εκατό. Την ίδια
ώρα όμως μπορώ να βγω και να παίξω τα τραγούδια με τρία όργανα, και με ένα
ακόμη, γιατί είναι έτσι δομημένα. Και είμαι ευτυχισμένος γι’ αυτό. Όμως δεν
μπορώ να μην αποδεχθώ την αναπνοή του άλλου δίπλα μου. Ότι τα ξέρω όλα και τα
πάντα πληρών. Υπάρχουν άνθρωποι με θαυμάσιες γνώσεις και μεγάλο ένστικτο για το
τι μπορεί να κάνουν γύρω απ’ τα τραγούδια.
Πιστεύεις πως θα βρουν το δρόμο
τους σε αυτούς ζόρικους καιρούς; Αν εμείς ως αθλητές
πηδάγαμε στο επί κοντώ ένα μέτρο, αυτοί πηδάνε τέσσερα και χωρίς κοντάρι. Είναι
πάρα πολύ δυναμωμένοι. Αν οι νέοι γιατροί, νέοι δικηγόροι, νέοι μάγειροι, νέοι
οδοποιοί, νέοι ποιητές, νέοι λογοτέχνες, όλοι οι επαγγελματίες έχουν την
κατάρτιση των νέων μουσικών, τότε δε χρειαζόμαστε κυβερνήσεις.
Μα
αυτές τελικά προκαλούν το «κακό». Να φύγουν όλοι από
μπροστά μας, μπορούμε να πορευτούμε μόνοι μας. Και μάλιστα αυτά τα παιδιά έχουν
εντιμότητα και λειτουργούν με διαφάνεια.
Θα
τους αφήσουν; Τα κόλπα των συστημάτων πάντα
χειραγωγούν και πατάνε σκληρά πάνω στις νέες συνειδήσεις. Όμως είμαι
ενθουσιασμένος μαζί τους, με την πληρότητά τους, με τα παράγωγά τους.
Την
ίδια ώρα ένα μεγάλο κομμάτι του κόσμου παραμένει παγωμένο, νεκρωμένο.
Εννοείται αλλά να ξέρεις ότι ο πάγος λειώνει απ’ την θέρμη. Και η θέρμη αυτή
είναι μεγάλη.
Είσαι
μέσα σε αυτό το «θερμό» κλίμα; Προσπαθώ. Ζηλεύω, με
την γλυκιά έννοια, που δε μπορώ να μπω μέσα στα πολύ βαθιά αυτού του κλίματος
και να ξεκινήσω πάλι απ’ την αρχή. Μου αρκεί όμως που αυτοί είναι έτσι.
Στο
«Χάρτη» λείπει το ζόρι που τραβάμε. Υπάρχουν πινελιές κοινωνικής πλοκής αλλά
στην ουσία ο «έρωτας» κυριαρχεί ή «νικάει» στη μάχη για τον χαρακτήρα του
άλμπουμ. Τυχαία ή σκόπιμα; Τυχαία όχι, αφού επέλεξα στίχους
άλλων. Τα τελευταία 25 χρόνια, έγραψα τραγούδια γι’ αυτό που έβλεπα να
συμβαίνει πίσω απ’ το μπερντέ. Χαρακτηρίστηκαν σκοτεινά και δυσοίωνα, μέχρι και
αντιανθρώπινα. Τώρα που η εποχή δείχνει το αληθινό της πρόσωπο, θέλω να
καθίσουμε σε ένα τραπέζι και να πιούμε ένα ποτήρι κρασί. Θέλω να κάνω παρέα
στον οποιοδήποτε, κι όχι να πω «τι μα@@κίες έχουμε κάνει». Το έξω ξαναπεί.
Τώρα, θέλω να κάνουμε παρέα. Αυτή είναι η ανάγκη μου.
Τα
τραγούδια σου είναι «φωτεινότατα» ακόμη κι όταν «φωνάζανε» -άλλοτε φανερά κι
άλλοτε χαμηλόφωνα ή υποδόρια- για το τραγικό φινάλε της «κωμωδίας» που ζούσαμε,
και που τελικά ήρθε. Όλοι τα βλέπανε. Πιάσε τους στίχους από
τις Τρύπες, τα τραγούδια του Περίδη, του Θανάση Παπακωνσταντίνου μ’ έναν πιο
ζεστό κι αγαπημένο τρόπο, σαν παλιός ποιητής. Πιάσε του Κραουνάκη πέρα απ’ τα
ερωτικά του… Όποιου θες τέλος πάντων και δες τι λέγανε για όλο αυτό το έργο. Οι
μουσικοί, θέλοντας και μη, είναι πιο λεπτοφυή διαπασών, οι μεμβράνες τους είναι
πιο λεπτές και πιο ευαίσθητες από άλλων ανθρώπων, γι’ αυτό και πάλλονταν από
ανησυχία κι αγωνία. Δηλώνανε επακριβώς τι κρυβόταν πίσω από αυτό το μπερντέ και
τι μηχανή στηνότανε. Δεν ήταν προφήτες. Δεν μπορούσαν να δουν πίσω απ’ το
μπερντέ. Απλώς ο μπερντές ήταν διάφανος.
Ο
«Χάρτης» αναζητά παρέα για ένα νέο ξεκίνημα, για να βγούμε απ’ τα «δύσκολα»;
Δυστυχώς τόσα χρόνια πολλοί δεν θέλαν να δουν τα εμφανέστατα. Κουράστηκε η
καρδιά μου. Κουράστηκα να θυμώνω…
Πάντα
όμως στη δισκογραφία σου είχες και μη θυμωμένες στιγμές. Έβρισκες τους τρόπους
να ρεφάρεις. Γιατί δεν θα μπορούσα να ζήσω
διαφορετικά. Όμως πια υπάρχει πολύς θυμός έξω. Ο κόσμος κάθεται σε ένα καζάνι
που βράζει θυμό κι απελπισία. Αν βάλω μια επικεφαλίδα θα ήταν: «Ο πολιτισμός
της σιωπηλής απόγνωσης». Μαζεύτηκαν 500 ειδήμονες και στήσαν ένα έργο δύναμης
που λέει στον πολίτη του κόσμου, όχι μόνο στους Έλληνες, γιατί όλος ο πλανήτης
είναι στο παιχνίδι: «Αυτό γίνεται για το καλό σας». Κλέβουνε τα πάντα, τον
πλούτο αλλά κι όλους τους αγώνες κι όλο το αίμα που έχει χυθεί, τα συσσωρεύουν
σε τράπεζες χρημάτων αλλά και μνήμης για να χρησιμοποιηθούν αργότερα
ποικιλοτρόπως, μας απομυζούν και αντί να ενωθούμε απέναντί τους, μας βάζουν και
τρωγόμαστε μεταξύ μας με παράδοξα ψευτοδιλήμματα. Συζητάμε για πράγματα στα
οποία δεν έχουμε δικαιοδοσία. Ο λόγος μας δεν έχει την παραμικρή αξία.
Ανέκαθεν το παιχνίδι δεν ήταν
στημένο; Ποτέ σε αυτό το βαθμό. Ποτέ τόσο λίγοι δεν είχαν
τόσα πολλά. Έχουν χαρτογραφήσει την ψυχολογία μας, την ψυχολογία των Εθνών. Η
Ευρωπαϊκή Τράπεζα είναι η Κυβέρνηση της Ευρώπης. Δεν έχουν λόγο οι τοπικές
κυβερνήσεις, ο τοπικός πολιτικός κόσμος.
Η
κατάληξη ποια βλέπεις να είναι; Δεν μπορεί να
προχωρήσει άλλο το συγκεκριμένο έργο. Οι νόμοι της Φυσικής το λένε. Έχουμε
φτάσει στο ανώτερο σημείο. Στο peak. Θα υπάρξουν διαρροές, ενδεχομένως
ανεξέλεγκτες.
Εισπράττεις
διαφορετικά συναισθήματα στην σκηνή απ’ ότι τα παλιότερα χρόνια;
Μια μεγαλύτερη δυναμική, μια φόρα. Ή μια σιωπή.
Ανάλογα
τη βραδιά; Η συνύπαρξή μας με τον κόσμο δεν είναι πάντα ίδια…
Πάντως πληθαίνουν οι στιγμές που ο ακροατής, ο πολίτης αντιδρά και βγάζει τα
ρούχα του. Γιατί το κάνει; Είναι απλό. Γιατί καίγεται…
Συνεχίζεται...
Πηγή: www.ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου