Το μυθιστόρημα του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ “Ο άρχοντας των μυγών”, που εκδόθηκε το 1954, είναι μια αλληγορία για την ανθρώπινη φύση και την αντιπαράθεση ατομικού και κοινού συμφέροντος. Το ακατοίκητο νησί που περιγράφει ο Γκόλντιγκ μοιάζει με την Ελλάδα των τελευταίων 35 χρόνων: τα παιδιά έχουν εγκαταλειφθεί χωρίς ενήλικες και προσπαθούν να κυβερνηθούν – με καταστροφικά αποτελέσματα. Το βιβλίο περιγράφει τη βύθιση στη βαρβαρότητα: παιδιά “καλών” οικογενειών (ποιες είναι άραγε οι “κακές” οικογένειες;), με σχολική μόρφωση και μουσικές αναζητήσεις, παλινδρομούν σε πρωτόγονη κατάσταση.
Το κεντρικό θέμα του “Άρχοντα των μυγών” είναι η σύγκρουση ανάμεσα στα ανθρώπινα έκστικτα και στον πολιτισμό, ανάμεσα στον πειρασμό της αγριότητας και στην έννομη ζωή της κοινότητας, ανάμεσα στην επιθυμία της απόλυτης εξουσίας και τη δημοκρατία. Ο Γουίλιαμ Γκόλντιγκ μιλάει για μας, γι’ αυτή τη διαλυμένη χώρα όπου ο ορθολογισμός και η ηθική παραμερίζονται βιαίως και όπου γονείς νεαρών τρομοκρατών δεν αναλαμβάνουν ευθύνες για την ανατροφή των παιδιών τους. Μεγάλοι και μικροί επιδεικνύουν τις ίδιες ψυχικές διαταραχές, την ίδια κοινωνική απαιδευσία – είμαστε ένα έρημο νησί, παραδομένο σε παιδιά και σε παιδαριώδεις ηλικιωμένους.
Τα “παιδιά” του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ συγκροτούν μια ξεχωριστή κοινότητα στο έρημο νησί: αναδεικνύουν τυραννικούς ηγέτες -επαναλαμβάνοντας και προεκτείνοντας τα πρότυπα της επίσημης κοινωνίας των ενηλίκων- προβαίνουν σε καταμερισμό εργασίας και τοποθετούν στόχους επιβίωσης. Όπως σε όλες τις ιεραρχημένες κοινότητες, υπάρχει ένας κύκλος εξουσίας, λυσσαλέοι συσχετισμοί δυνάμεων, απόβλητοι και εχθροί. Και καθώς λείπει παντελώς η καθοδήγηση εκ μέρους των ενηλίκων, τα παιδιά ολισθαίνουν σε μορφές συμπεριφοράς που εναρμονίζονται με το φυσικό –όχι με το πολιτισμένο– περιβάλλον· παρατηρείται επιστροφή στη “φυλή”, στα έθιμα και στις τελετουργίες των πρωτόγονων της ζούγκλας. Σύντομα, τα παιδιά βάφουν τα πρόσωπά τους με αλλόκοτα χρώματα και κάνουν θυσίες σε κάποιο υποτιθέμενο τέρας που κατοικεί στο δάσος. Αναπόφευκτα, η ομάδα διασπάται, πολλά από τα παιδιά καταλαμβάνονται από νοσηρές φαντασιώσεις, θανατολαγνεία, δίψα για αίμα· μερικά νιώθουν ενοχή για τη φονική τους φρενίτιδα, για τα βάναυσα παιχνίδια και την αιματοχυσία.
Η ελληνική κοινωνία έχει δείξει ανοχή και συμπάθεια στη βία. Τα επιχειρήματα βασίζονται κυρίως στην άγνοια, σε μια πρόχειρη συναισθηματική αντίδραση (“Βία στη βία της εξουσίας!”) ή σε μια εκδήλωση λαϊκισμού, στο γνώριμο argumentum ad populum: «Αφού το κράτος μάς φέρεται αδίκως, έχουμε κάθε δικαίωμα βίαιης απόκρισης». Ο λαός έχει πάντα δίκιο – πλην όμως, στον «λαό» αναφέρονταν ανέκαθεν οι φασίστες• στον λαό αναφέρονται ακόμα όλοι όσοι πράττουν κάτι ανήθικο. Η Ελλάδα εκτρέφει τρομοκρατία για μια σειρά λόγους: είναι, όπως το νησί του «Άρχοντα των μυγών», μια κοινωνία ουσιαστικά απομονωμένη από τον υπόλοιπο κόσμο, με νοοτροπία «νησιού», με σύμπλεγμα ανωτερότητας/κατωτερότητας και με την ιδέα ότι αποτελεί παγκόσμια εξαίρεση. Είναι μια χώρα που διεκδικεί πολιτισμική, ηθική και ιδεολογική ιδιαιτερότητα. Στην πραγματικότητα, όπως συμβαίνει στα μεταφορικά «νησιά», πρόκειται για στενοκεφαλιά, άγνοια και εχθρότητα προς οτιδήποτε απειλεί τον τοπικό τρόπο ζωής – πρόκειται για φόβο και μοναξιά.
Όπως οι νεαροί ήρωες του Γουίλιαμ Γκόλντιγκ, είμαστε επιρρεπείς στην επινόηση εχθρών, στην επανάληψη πρωταρχικών μορφών συμπεριφοράς (εκδίκηση, τιμωρία) – είμαστε ικανοί για κανιβαλισμό. Η οικογένεια και το σχολείο δεν φαίνονται ούτε να θέλουν, ούτε να μπορούν, να τιθασεύσουν αυτές τις αιμοβόρες ροπές – αντιθέτως, σε πλείστες περιπτώσεις, οι κληρονομημένες ιδέες (οι ιδέες που έχουν υιοθετηθεί χωρίς σκέψη από γενιά σε γενιά) και τα ψυχικά ελαττώματα (μοχθηρία, μνησικακία, φθόνος, εμμονική παραβίαση του νόμου) αναβαθμίζονται σε επανασταστική στάση, σε ηρωισμό. Τα ποινικά αδικήματα συγχέονται είτε με μια νεφελώδη ιδέα περί κοινωνικής επανάστασης, είτε με μια νεανική έκρηξη που εκλαμβάνεται ως «φυσική» και η οποία συχνά επιβραβεύεται. Οι νόμοι καταργούνται – και επειδή καταργούνται, όταν εφαρμόζονται, παραμορφώνονται: το κράτος εκδικείται για την ίδια του την ανημπόρια και απουσία.
Έτσι, ενώ επί 35 χρόνια, αναρχοφασίστες, ληστοφασίστες και χούλιγκανς ήταν, περιέργως, οι συνηθισμένοι γνωστοί-άγνωστοι, ξαφνικά, το κράτος αποφάσισε να τους τσακίσει. Η αδράνεια, η ένοχη ανεκτικότητα, η χρόνια μη εφαρμογή του νόμου έχει δύο βασικές συνέπειες: πρώτη είναι η επικράτηση ανομίας, αναρχίας και χάους· η δεύτερη είναι η όψιμη επίδειξη δύναμης που, όχι σπάνια, εκτυλίσσεται με υπέρβαση του νόμου ο οποίος, επιτέλους, υποτίθεται ότι εφαρμόζεται.
Στην Ελλάδα έχουμε σοβαρό πρόβλημα παιδαγωγικής: την αυταρχική εκπαίδευση διαδέχτηκε η αριστερο-αναρχική κατά την οποία το παιδί αντιμετωπίζεται ως θύμα του «σάπιου» κόσμου. Αυτή η κυρίαρχη παιδαγωγική δημιουργεί σύγχυση: ενώ από τη μία πλευρά προτρέπει στην αναγκαστική συμφιλίωση (μέσω της πολιτικής ορθότητας), παραλλήλως δεν αποκλείει την αναγκαιότητα της καταστροφής. Απορώ πώς οι άνθρωποι που πιστεύουν σ’ αυτή τη σαπίλα φέρνουν παιδιά στον κόσμο. Τα φέρνουν άραγε για να γίνουν δυστυχισμένα σαν τους ίδιους; Τα φέρνουν για να βάλουν τη φωτιά που δεν έβαλαν εκείνοι; Έτσι κι αλλιώς, το να μεγαλώνεις και να εκπαιδεύεις παιδιά εμφυσώντας τους το μίσος για την κοινωνία, μου φαίνεται διαστροφή: ο ανθρωπος είναι ον που, όταν γεννιέται, δεν είναι έτοιμο να ζήσει αυτόνομο – για πολλά χρόνια χρειάζεται τη βοήθεια των ενηλίκων· χρειάζεται γονείς, δασκάλους, διάφορους ανθρώπους που να παίζουν διαφορετικούς ρόλους – όχι να απουσιάζουν ή να ταυτίζονται με τους άρχοντες των μυγών.
Της Σώτης Τριανταφύλλου , συγγραφέα
Πηγή δημοσίευσης : http://www.athensvoice.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου