Ο Γιώργος Νταλάρας ήταν
σίγουρα απέναντι μας για δυο ώρες σε μια συνέντευξη-εξομολόγηση, με
προβληματισμό και χιούμορ, αποκλειστικά για το ogdoo.gr και τον Άρη
Αναγνωστόπουλο! ...Ήταν χειμώνας του 1993, όταν πρωτοσυνάντησα το Γιώργο
Νταλάρα. Παιδί 15 χρονών τότε εγώ, στα καμαρίνια του «Αττικόν», όταν συνέπραττε
με τους Άγαμους Θύτες, σε μια μουσικοπολιτικοκοινωνική παράσταση με έντονη
σάτιρα. Πήγαμε δειλά-δειλά να τον χαιρετίσουμε, με τον καλό μου φίλο, το Νίκο
το Μαρκουλάκη, που και οι δυο είχαμε τελειώσει το Γενικό Λύκειο στην
Αμερικανίδων Κυριών, στη Νίκαια... εκεί, που πριν χτιστεί το λύκειο ήταν
μαιευτήριο, όπου γεννήθηκε ο Γιώργος Νταλάρας. Μου ‘χει μείνει «ανέπαφο» το
συναίσθημα, που είχα νιώσει από την εφηβική μου αυτή πρώτη επαφή. Ένιωθα
ακούγοντας τον, σα να ήμουν εγώ ο δάσκαλος κι αυτός ο μαθητής, που ήθελε να
μάθει το καθετί από το παιδί που στέκονταν απέναντί του. Αν αγαπά τη μουσική,
αν μαθαίνει κάποιο μουσικό όργανο, τί θέλει να γίνει όταν μεγαλώσει, ποιά είναι
τα όνειρά του… Να ακούει με έντονη προσήλωση και ευγένεια, με ντροπαλό σχεδόν,
ταπεινό βλέμμα, δίνοντάς μας συμβουλές. Του είχα πει τότε σε αντίθεση με το
Νίκο, που έπαιζε πιάνο, πως ήθελα να γίνω δημοσιογράφος, με το σχόλιο του να
είναι πως θα δυσκολευτώ πολύ, αφού ο χώρος έχει πολλές κακοτοπιές.
Δημοσιογράφος μπορεί να μη θέλησα να γίνω τελικά, αλλά την αγάπη μου στη γραφή
δεν την ξεχνούσα και δεν την άφηνα ποτέ να «πέφτει αμαχητί».
20 σχεδόν χρόνια μετά, στο
Studio Odeon στη Μεσογείων, λίγο πριν τις εμφανίσεις του στο Passport, o Γιώργος
Νταλάρας, μιλώντας στο ogdoo . gr είπε τα πράγματα όπως τα λέει τόσα χρόνια:
«με τ’ όνομά τους» κι ας διαπιστώνουμε «αργούς θανάτους». Αυτή άλλωστε ήταν και
η επιθυμία του πραγματικού τότε «μαθητή» στο Αττικόν, 20 χρόνια μετά, να τον
ακούσει, όντας για πρώτη φορά απέναντί του με την άτυπη ιδιότητα του
δημοσιογράφου, να λέει τα πράγματα με τ’ όνομα τους. Εκείνος άλλωστε ποτέ δε
χαρίστηκε στις κακοτοπιές, περπάτησε δίχως να σκιαχτεί στα μονοπάτια τους.
Κι όταν τα «θηρία» ήταν πολλά, έπαιρνε σίγουρη δύναμη από την αγάπη του για την ελευθερία, που τον προίκισε ο Λουκάς, αλλά και από το Σμυρνέικο πείσμα της κυρα Τάνιας. Μα κι η αγκαλιά κι η αγάπη της κυρά Βαγγελιώς της Μαργαρώνη, πριν λίγες μέρες, που την επισκεφτήκαμε στο σπιτάκι της στην Κοκκινιά, θαρρώ πως φτάνει και περισσεύει, να τα βάλει με αυτά και άλλα τόσα ακόμα «θηρία…»
Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, 20 χρόνια
πριν... Χάρης και Πάνος Κατσιμίχας, Κατά Μάρκον, Γραμμές των Οριζόντων. Τώρα
Passport, μετά τις εμφανίσεις στο Gazarte. Πως συνδέεται το τότε με το σήμερα;
Πώς προέκυψε η συνεργασία με τον Νίκο Αντύπα;
Ωραία στιγμή μνήμης αυτή...
Αυτή η συνεργασία με τον Χάρη και τον Πάνο είναι από τις ωραιότερες για μένα,
είναι μερικά πράγματα που τα ξεχωρίζεις... Μετά από πολύ ιδιαίτερες συνεργασίες
που έγιναν αυτές τις 2 δεκαετίες, ένα από τα πιο σημαντικά είναι αυτή με τον
Χάρη και τον Πάνο. Ο Χάρης και ο Πάνος μόλις είχαν κάνει το δίσκο τους,
δυσαρεστημένοι και στεναχωρημένοι από τη συμπεριφορά των εταιριών και της
δισκογραφικής εταιρίας που έκανε αυτό το δίσκο και χρωστώντας ευγνωμοσύνη στο
Ρασούλη, τον μόνο που τους βοήθησε γιατί εκείνος μπόρεσε και «έβαλε πόδι» στην
εταιρία για να μπορέσουν τα παιδιά να προχωρήσουν. Άκουσα αυτό το δίσκο και
«τρομοκρατήθηκα» από την ταύτιση και τη συγγένεια που αισθάνθηκα με αυτά τα
παιδιά. Συν τοις άλλοις ήταν παιδιά που μεγάλωσαν στη γειτονιά τη δική μου,
εκεί που πήγα σχολείο. Στην ευρύτερη περιοχή της Δάφνης, στο Μπραχάμι κτλ...
Ένιωσα λοιπόν ταύτιση και ευτυχώς ήταν αμοιβαία. Τα παιδιά ένιωσαν ότι
γεννιέται κάτι καινούργιο και ο κόσμος ένιωσε το ίδιο. Δεν είναι καθόλου τυχαίο
που μέσα σε αυτά τα 5-8 χρόνια που δουλέψαμε μαζί, γυρίσαμε όλο τον κόσμο.
Πήγαμε παντού... Στον Καναδά, στην Αμερική, στη Γερμανία, στη Σουηδία, στη
Γαλλία, στην Αγγλία, στην Αυστραλία. Και έτσι δημιουργήθηκε και αυτή η
οικογενειακή σχέση με τα παιδιά. Άρα λοιπόν η άμεση παρατήρηση το τι έχουμε να
κάνουμε και τι συμβαίνει - τι σημαίνει - σήμερα. Ο Αντύπας ήταν μαζί μας από
τότε. Με τον Αντύπα, επειδή έτυχε τώρα να βγει αυτός ο δίσκος, θα μπορούσε αυτό
να έχει γίνει το ’87, το ’95, ή το 2000... Δεν έγινε, ψάχναμε μια αιτία για να
το κάνουμε. Και πάλι η αιτία συμπτωματικά ήρθε τώρα... Θα μπορούσε να γίνει και
μετά από 5 χρόνια. Αλλά κάποια πράγματα δεν τα ελέγχουμε, το λέω αυτό γιατί
μερικοί λένε ότι προγραμματίζουμε τις δουλειές μας με πολλή πειθαρχία - δε
συμβαίνει τέτοιο πράγμα.
Στην καινούργια δουλειά σας με τον Νίκο
Αντύπα συναντάμε νέους ήχους, νέα ακούσματα, καινούργιοι στιχουργοί, που με
κάποιους από αυτούς δεν έχετε ξανασυνεργαστεί. Όχι όμως ετερόκλητος Νταλάρας...
αφού είναι αυτό που έκανε πάντα, επιχειρώντας πάλι μια τομή. Μπορεί να φαίνεται
κάτι καινούργιο, αλλά ουσιαστικά αυτό κάνατε πάντα δοκιμάζοντας διαφορετικά
πράγματα.
Σωστό είναι αυτό, το έκανα
πάντα γιατί είχα νιώσει από πολύ μικρός -πάλι εγώ μιλάω συμβολικά και πολλές
φορές ανατρέχω στο παρελθόν, μη σας μπερδεύει αυτό- να δούμε λοιπόν ένα παιδί
που ξεκινάει σήμερα ή ξεκίνησε πριν από 10-20 χρόνια. Πώς είναι το περιβάλλον;
Δύσκολα αλλάζει το περιβάλλον γιατί είναι περιχαρακωμένο... Όταν ξεκινάει
λοιπόν ένα παιδί το 1980 να τραγουδήσει για να βγάλει τη δουλειά του, πρέπει να
πάει να τη δείξει σε μια εταιρία δίσκων. Κατά κανόνα το 50 % των αξιόλογων
δουλειών δε βγήκε ποτέ στο προσκήνιο, χάθηκε μαζί με τα όνειρα των παιδιών,
γιατί είχαμε μια κοινωνία που άρχισε να παίζει με το καινούργιο της παιχνίδι,
που ήταν η τηλεόραση. Και λίγο αργότερα, η ελεύθερη ραδιοφωνία με ό,τι σημαίνει
αυτό, με όλα αυτά που εμφανίστηκαν, τα «τέρατα και σημεία», αλλά και κάποια
καλά στοιχεία της κοινωνίας, γιατί μπόρεσε να αναπτύξει μια μορφή πρωτοβουλίας,
που τη βλέπουμε σήμερα σε κάποιο βαθμό. Τώρα βέβαια έχουμε την επόμενη κλίμακα
που είναι το διαδίκτυο και από εκεί και ύστερα τα blogs, το google και ό,τι
άλλο συνεπάγεται η ανωνυμία, και δυστυχώς η κακοήθεια.
Τα έχετε πει αυτά χρόνια τώρα, θυμάμαι
χαρακτηριστικά μια πολύ ιδιαίτερη συνέντευξή σας στην Έλενα Ακρίτα πριν από 10
και χρόνια ... Εσείς τα λέτε συνέχεια...
Ναι, αυτό είναι γεγονός το
λέω και τώρα, γιατί προσπαθώ να εξηγήσω τι μπορεί να αντιμετωπίσει ένα παιδί.
Δεν είναι καθόλου σίγουρο ότι η δουλειά του θα πάει καλά... Έχουμε μάθει να
λέμε μια γενικότητα «ο καλός δε χάνεται». Πολλές φορές όμως, αν μετρήσουμε
σχολαστικά τις περιπτώσεις, θα δούμε ότι πάρα πολλοί άνθρωποι ευαίσθητοι πήγαν
πίσω. Ξαναγύρισαν στα χωριά τους, άφησαν τις κιθάρες τους, άφησαν τους στίχους
τους -δε γράφουν πια - γιατί ο συντηρητισμός -αυτός ο περιχαρακωμένος χώρος-
που μιλούσαμε προηγουμένως, ήταν τόσο έντονος, ώστε για να μπεις σε μια τέτοια
διαδικασία, έπρεπε να περάσεις από δεκάδες μεσάζοντες των εταιριών, οι οποίοι
στην ουσία τι ήταν; Εκτός από ελάχιστες περιπτώσεις ήταν τα παιδιά που κάνουν
τα θελήματα μιας εταιρίας και επειδή ήταν πετυχημένοι ως ένα βαθμό, αυτοί
παίρναν τίτλους. Αυτοί οι άνθρωποι με την πάροδο του χρόνου και μετρώντας το
αποτέλεσμα, εκτός από το οικονομικό κομμάτι και το όφελος στις εταιρίες, έχουν
κάνει πολύ μεγάλο κακό στο τραγούδι. Δεν ξέρω αν κάνω λάθος, το δίνω σαν μια
δική μου γνώμη, η οποία βεβαίως έχει παραδείγματα, έχει ονόματα, έχει
ανθρώπους. Δεν είσαστε υποχρεωμένοι όσοι το ακούτε αυτό να το πιστέψετε, αλλά
τουλάχιστον να το μελετήσετε, να δείτε πόσα καλά έχουν γίνει στο χώρο της
δισκογραφίας και πόσα κακά από συγκεκριμένους ανθρώπους.
Μα ουσιαστικά είναι φαινόμενα που τα
βλέπουμε συνέχεια, δεν έχουν πάψει να υφίστανται. Αυτά που λέγατε και που
συνεχίζετε να λέτε, τα συναντάμε συνέχεια στο χώρο της δισκογραφίας. Ο Μπάμπης
Στόκας, πριν 5 χρόνια που είχαμε κάνει μια συνέντευξη στο Ζουμ, μου είχε πει
ότι τόσο εκείνος, όσο και οι Πυξ Λαξ βρέθηκαν στο παρά ένα να τα παρατήσουν.
Οικονομικά δε έβγαιναν και αν δεν είχε γίνει τότε η Ιερά Οδός με εσάς, μπορεί
να μην είχαμε ποτέ τη συνέχεια αυτή που πήραμε από τους Πυξ Λαξ με όλα αυτά τα
αριστουργήματά τους.
Συμφωνώ, άρα και ο Μπάμπης
επιβεβαιώνει τα λόγια μου. Δυστυχώς αυτό εξακολουθεί και σήμερα και ίσως σε
μικρότερο βαθμό, γιατί οι εταιρίες πια αφοπλίστηκαν, δεν έχουν την παντοδυναμία
που είχαν. Μην ξεχνάμε ότι πέρασε πια και στους ίδιους τους μουσικούς η
αντίληψη, ότι τώρα πια δε μπορείς να πας να ζητήσεις από την εταιρία να κάνει
ένα δίσκο, γιατί δεν αναλαμβάνει κανένα ρίσκο, κανένα κόστος. Μάλιστα έχουμε
φτάσει σε ένα σημείο, το οποίο δυστυχώς είναι απαράδεκτο, αλλά έτσι είναι…
Ζητάνε από τους ίδιους τους καλλιτέχνες να ετοιμάσουν την παραγωγή, να την
προσφέρουν έτοιμη σε εκείνους, να τους δώσουν και χρήματα… Προσέξτε με! Έχουμε
φτάσει πια σε ένα αποτρόπαιο καθεστώς, να πληρώσουν μια εταιρία απλώς και μόνο
για να διανείμει το δίσκο αυτό ή να τον διαφημίσει. Βλέπουμε εδώ ότι τα
μονοπώλια δεν μπορούν πια να ανταπεξέλθουν στην καινούργια νοοτροπία έτσι όπως
λειτούργησε το διαδίκτυο (δεν έχει σημασία πόσο σωστά ή λάθος λειτουργεί, γιατί
κάθε καινούργιο «παιχνίδι» μέχρι να συνειδητοποιήσει ο κόσμος τι είναι αυτό που
του δίνει, θα περάσει μια φάση σύγχυσης και χάους). Στο διαδίκτυο, εμείς επειδή
είμαστε μια κοινωνία που διαλύεται σιγά σιγά -ελπίζω να μη φτάσουμε στο τέρμα-
και ο κοινωνικός ιστός αποσυνδέεται, μην πάρουμε μόνο το αρνητικό, μπορεί να
χρειάζεται να αποσυνδεθεί και να ξανασυνδεθεί με έναν καινούργιο τρόπο ώστε το
καινούργιο πλέγμα που θα γίνει, να βασίζεται σε πιο γερούς κόμπους. Το
διαδίκτυο μπορεί αυτή τη στιγμή να αποδυναμώσει αυτούς τους ανθρώπους που ήταν
τα απόλυτα μονοπώλια, όμως στο διαδίκτυο αν δε γίνουν νόμοι που να
επεξεργάζονται το πως θα λειτουργήσει σωστά και δίκαια, δεν κάνουμε τίποτα. Σε
ορισμένες χώρες του δυτικού κόσμου, που δεν έχουν τα προβλήματα που έχουμε
εμείς, το διαδίκτυο δε δουλεύει απόλυτα αυθαίρετα. Εδώ στην Ελλάδα δουλεύει
απόλυτα ανεξέλεγκτα. Μέχρι λοιπόν να γίνουν αυτά, να υπάρξει μια νομοθεσία η
οποία θα καλύπτει και θα προστατεύει από την απόλυτα ασυδοσία. Υπάρχει λοιπόν
και παραβατικότητα, υπάρχει και πρόβλημα αισθητικό. Μέχρι λοιπόν να οργανωθούν
αυτά, θα ζούμε αυτήν την παράξενη και ασύνδετη, και καμιά φορά αφελή νοοτροπία
του «εγώ έχω στα χέρια μου το πληκτρολόγιο και κάνω ό,τι θέλω». Δεν είναι
αλήθεια αυτό, γιατί ακόμη και αν προς στιγμήν κάνεις ότι θέλεις, θα το
πληρώσεις αύριο, θα το βρεις μπροστά σου.
Παίρνω σαν αφορμή την έννοια του
κοινωνικού ιστού που είπατε, και το φέρνω στο πλαίσιο του τραγουδιού και σε
εσάς. Το ’93 στο Αττικόν ήσασταν με τους Άγαμους Θύτες μέσα σε ένα σκηνικό
πολιτικής πόλωσης και με την κοινωνική κατάσταση να είναι σε μια έκρηξη κατά
μια έννοια. Έχετε την ανάγκη να τραγουδήσετε πάλι σε μια μεμονωμένη παράσταση,
όπου θα συνδυάζεται το πολιτικό τραγούδι με το θεατρικό σκετς έτσι όπως ήταν
τότε;
Εγώ είμαι ανοιχτός παντού όπως έχετε δει, τόσο
ανοιχτός που πολλές φορές μου προσάπτουν κατηγορίες. Έχω πει ότι δε με χωράει
αυτή η λίμνη, ενδεχομένως πρέπει να βρω κάτι άλλο. Ταξιδεύω λοιπόν σ’ ένα πιο
μεγάλο πέλαγος και μπορεί να βγω και στον ωκεανό. Το πέλαγος και ο ωκεανός
έχουν κινδύνους, τους οποίους τους λαμβάνω υπ’ όψιν μου. Άρα λοιπόν ο
χαρακτήρας μου έχει μια τάση περιπέτειας. Και ανοίγομαι. Και το πληρώνω. Είμαι
ανοιχτός σε οτιδήποτε τέτοιο. Τότε, εκείνο τον καιρό, ότι έκανα δεν το έκανα
από σχέδιο, το έκανα από συγκίνηση. Όταν με είδαν με τους Άγαμους Θύτες, το τι
άκουσα, δε λέγετε. Πολλά μου φόρτωσαν. Λες και το όνομα «Άγαμοι Θύται» ήταν
δικό μου. Μέσα απ’ αυτή την παρέα βγήκαν πολλοί αξιόλογοι άνθρωποι. Άλλοι είναι
στο θέατρο αυτή τη στιγμή, είναι συγγραφείς, ηθοποιοί, είναι άνθρωποι που
απασχολούν την κοινωνία μας σήμερα με θετικό τρόπο. Δεν μπορώ να δω λοιπόν
αρνητικό το γεγονός, ότι έδωσα βήμα σε ένα κεντρικό θέατρο της Αθήνας σε
ανθρώπους που τους ήξερε ένα μικρό κομμάτι της κοινωνίας της Θεσσαλονίκης. Άρα
λοιπόν δέχτηκα και τότε επίθεση -μα δε δέχτηκα επίθεση για τα ρεμπέτικα; Για τα
λάτιν;. Δε δέχτηκα επίθεση για οτιδήποτε άλλο έχω υποστηρίξει επειδή σε
κάποιους δεν αρέσει; Μέχρι το γεγονός που δέχτηκα και τη μητέρα όλων των
επιθέσεων, επειδή πρόσφερα στους ανθρώπους τη δουλειά μου χωρίς αμοιβή. Αυτό
πια είναι από τα ανήκουστα. Παρ’ όλα αυτά, όταν ξανοίγεσαι σε τέτοια πράγματα,
να ξέρεις ότι θα βρεις και αντιδράσεις, έχω μάθει να ζω με τις αντιδράσεις.
Αυτό που έχει σημασία για μένα, είναι να μη σταματήσω να αισθάνομαι ελεύθερος
άνθρωπος, γιατί γεννήθηκα ελεύθερος και σ’ αυτό με βοήθησε πολύ ο πατέρας μου,
τον οποίο τον είδα 4-5 φορές ή για να μην είμαι υπερβολικός, 6-7 φορές σε όλη
μου τη ζωή... Με βοήθησε πάρα πολύ γιατί δε με έλεγξε ποτέ, δεν ένιωσε ποτέ την
ανάγκη να είναι δίπλα μου για να με προστατεύσει από κάτι, και με «προστάτευσε»
διά της απουσίας του… Η απουσία του με υποχρέωσε να βγω στο δρόμο και να
προσέχω τα εξ αριστερών μου και τα εκ δεξιών μου. Έτσι λειτούργησα σαν ένας
άνθρωπος ο οποίος είχε ανάγκη να επιβιώσει, αλλά είχε ανάγκη και να εξηγήσει τα
πολλά γιατί. Τα γιατί τα δικά μου τα εξήγησα πολύ μικρός εξαιτίας της απώλειας
του πατέρα μου. Είχα βέβαια μια γερή βάση, είχα την κυρά Τάνια, η οποία όπως
ξέρεις είναι μια «Σμυρνιά διαόλου κάλτσα» και με κράτησε. Είχα πάντα αγωνίες
και πάντα προσπαθούσα να μελετήσω τα όρια. Μου είχε κάνει εντύπωση η λέξη
συντηρητισμός. Πάλεψα πολύ για να βρω τι είναι συντηρητικό, γι’ αυτό γελάω μέσα
μου, και γελούν και οι άνθρωποι που με ξέρουν, όταν με λένε συντηρητικό και
συμβιβασμένο. Είναι ένα πράγμα που δεν είχα ποτέ στη ζωή μου, εκτός αν εννοούν
ότι και εγώ σταματάω στα φανάρια. Αναφέρω τα φανάρια, γιατί είναι
«συντηρητισμός» τον οποίο κανένας δεν τον αμφισβητεί, ένα θέσφατο που δε
χρειάζεται καν να το εξηγήσεις. Γιατί σταματάμε παιδιά στο φανάρι; Αυτό
θεωρούμε συντηρητισμό; Τότε όποιος περνάει τα διόδια και σπάει τη μπάρα είναι
προοδευτικός; Ε όχι! Εκεί δεν πάω εγώ. Αρχίζω λοιπόν και ψάχνω άλλα όρια. Και
γι’ αυτό το λόγο, έχω πολύ διαφορετικές αντιλήψεις για το τι είναι προοδευτικό
και τι συντηρητικό. Φοβάμαι λοιπόν, ότι μέσα από αυτά τα ψευτοδιλήμματα της
κοινωνίας, οι ιδεοληψίες κάποιων ομάδων ανθρώπων, ακόμα και κάποιων φίλων μου,
τους έκανε να δώσουν νόημα στην παροιμία ότι «εμείς οι Έλληνες ζούμε από
σύμπτωση».
Αναφορικά με το συντηρητισμό. Εμείς, που
σας γνωρίζουμε, όσο σας γνωρίζουμε, εγώ από τη μεριά μου θα σας ονόμαζα
«αντισυμβατικό». Επειδή ποτέ δεν μπαίνετε σε καλούπια, κάνετε πάντοτε
καινούργια, διαφορετικά πράγματα, ενώ έρχεστε και σε ρήξεις. Είδαμε, λοιπόν,
τον τρέχοντα χρόνο, κάποιοι εκμεταλλευόμενοι τα σημεία των καιρών, ακόμα και
επιστολές στείλανε, δώσανε συνεντεύξεις και θέλανε να ονομάζουν τους εαυτούς
«αντιπρόσωπους του κοινωνικού αισθήματος». Την ίδια στιγμή τους βλέπουμε να
τραγουδάνε στα νυχτερινά μαγαζιά, στις μουσικές σκηνές, πάντα με 200 σχεδόν
ευρώ το μπουκάλι. Βλέπουμε δηλαδή ανθρώπους, που άλλα λένε, κι άλλα κάνουν και
σ’ αυτούς που υπηρετούν πιστά την προαναφερθείσα αντισυμβατικότητα -επειδή οι
ίδιοι δεν μπορούν να την υποστηρίξουν- καταφέρονται εναντίον τους και να τους
κατηγορούν, όποτε βρίσκουν ευκαιρία. Τί πιστεύετε γι’ αυτούς, που προέρχονται
μάλιστα από το δικό σας χώρο; Είχατε αναφέρει την έννοια «αλληλεγγύη» στην
εκπομπή του φίλου μου Θανάση Γιώγλου στη Θεσσαλονίκη. Πού είναι η αλληλεγγύη
τους;
Είναι δύσκολο να ζήσεις σε
μια κοινωνία τόσο παράδοξη, όσο είναι η Ελληνική. Και να εξηγήσεις και μερικά
πράγματα, γιατί οι έννοιες χάνονται γρήγορα. Να μην ξεχνάμε ότι σημαντικές
έννοιες, όπως το ήθος, η δικαιοσύνη και η δημοκρατία, θα τις βρεις και σε
σπηλιές και σε «τρύπες», που δε χωράνε. Είτε αυτές είναι τρύπες κοινωνικές,
είτε είναι τρύπες του μυαλού κάποιων ανθρώπων, είτε μικροσυμφέροντα. Δεν είναι
εύκολο πράγμα να ζεις σε μια κοινωνία, η οποία έχει μάθει να ζει τόσο πολύ
χαλαρά, μέσα σ’ αυτές τις έννοιες. Επειδή με απασχολεί ο τρόπος που με βλέπει
ένας άνθρωπος, που συζητάει μαζί μου, θέλω να πω το εξής. Όταν δουλεύεις με τον
τρόπο, που δούλεψα εγώ κι έχεις κάνει τόσους πολλούς δίσκους, εκατοντάδες
τραγούδια, με διαφορετικούς ανθρώπους, με διαφορετικό ύφος, διαφορετικά στέκια
και είδη, βρίσκεσαι σ’ έναν ωκεανό, όπως σας περιέγραψα, και σ’ ένα ταξίδι που
μπορεί να σε βγάλει οπουδήποτε. Η κοινωνία με την οποία δουλεύεις, δεν είναι
απόλυτα ελεγχόμενη, ούτε καν οι συνεργάτες σου. Όμως, αυτό δε συμβαίνει σε μένα
μόνο την πρώτη δεκαετία της πορείας μου, αλλά και τη δεύτερη, την τρίτη, την
τέταρτη και τώρα πάμε προς την πέμπτη. Τί έχει αλλάξει από αυτά; Θα σας πω ένα
σχετικό παράδειγμα. Υπάρχουν μαχητικοί δημοσιογράφοι; Σίγουρα υπάρχουν. Τους
ξέρουμε; Ναι, ξέρουμε ποιοι είναι, ξεχωρίζουν αυτοί. Έτσι γίνεται και με τους
τραγουδιστές. Ας είμαστε δίκαιοι «όχι ακριβοί στα πίτουρα και φθηνοί στο μέλι».
Έτσι γίνεται με τους πολιτικούς, έτσι γίνεται και με τους «αναρχικούς
επαναστάτες καλλιτέχνες» σατυρικούς και μη. Πρέπει όμως να τους ψάξουμε και
αυτούς για να δούμε πώς γίνανε. Όχι όλα στον Νταλάρα. Όχι μόνο τις εύκολες
λύσεις. Αυτά τα λέω από πολύ νωρίς, 20 χρόνια πίσω, αυτά είναι στις
συνεντεύξεις μου. Είναι τόσο βαρετές οι συνεντεύξεις μου και το μόνο πράγμα,
που χαίρομαι πια ,είναι ακριβώς επειδή λέω τα ίδια από το1970 και αυτό είναι
που αντιπαθούν ορισμένοι. Αυτοί, που με κατηγορούν γιατί κατέβηκα από το
τραίνο. «Αδερφέ, πρέπει να καταλάβεις ότι δεν ανέβηκα στο ίδιο τραίνο με εσένα!
Το τραίνο είναι ένα πολύ εξελιγμένο μέσο κι έχει χιλιάδες γραμμές! Με ρώτησες
που ανεβαίνω, σε ποιό τέρμα και πού πάω να κατέβω; Επειδή εσύ γύρισες κάπου
αλλού, ή βρέθηκες κάπου και έψαξες να με βρεις στο τραίνο, που δεν ανέβηκα εγώ;
Εγώ είμαι σε άλλο τραίνο, στο δικό μου τραίνο». Έχω ακούσει να λένε κάποιοι,
δεν με νοιάζει τι κάνουν οι άλλοι, εμένα με νοιάζει τι κάνω εγώ. Εγώ είμαι
ακέραιος. Μάλιστα ένας Ιταλός υπουργός είπε, «δε με νοιάζει τί κάνει ο
πρωθυπουργός, εγώ έκανα τη δουλειά μου ως υπουργός, του είπα τί έπρεπε να
κάνει, το ότι δεν το ακολούθησε είναι δικό του πρόβλημα». Όχι φίλε μου, δεν
είναι έτσι τα πράγματα! Πρέπει να μας πεις την αλήθεια, πού δουλεύεις, για
ποιον δουλεύεις, και επίσης να μας πεις αν ξέρεις αυτός που σε πληρώνει, αν
γνωρίζεις, τι κάνει.
Πιστεύω πως πρέπει να τα λέμε αυτά,
γιατί υπάρχουν τόσοι και τόσοι με την έξαρση του διαδικτύου, ο καθένας λέει
ό,τι θέλει... Στη Δάφνη, που τραγουδήσατε τότε, βγήκαν και είπαν, ότι ο λαός
σας αποδοκίμασε. Και επειδή ήμουν παρών, υπήρχαν 40-50 νοματέοι, να μην τους
χαρακτηρίσω διαφορετικά, οι οποίοι με αυτά που πετούσαν, αν έβρισκαν κάποιον τα
μπουκάλια 1,5 lt
γεμάτα με νερό, θα του έκαναν σοβαρή ζημιά. Προπηλάκιζαν, έβριζαν... Αυτοί όμως
δεν είναι ο λαός, τα 40-50 άτομα μέσα στους χιλιάδες, δεν είναι λαός.
Όταν σ’ ένα χώρο με 2.000
ανθρώπους, ο «λαός» των 40-50 ατόμων επιβάλει τη βία του, τότε έχουμε πρόβλημα
δημοκρατίας και αυτό προσπάθησα να προστατεύσω με τη στάση μου. Αυτή είναι μια
«επιθετική» στάση άμυνας απέναντι σ’ όλα αυτά που με γεμίζουν θλίψη και ενοχές
για το επίπεδο ζωής και σκέψης ορισμένων συμπατριωτών μου. Τις «ενοχές» και τον
«ένοχο» που αντιδρά από φιλότιμο, δε θα τον κρίνει όμως ο κύριος σαχλαμαρίδης
-οι ενοχές μου με έκαναν να διαθέσω το 1983 τα έσοδα της δεύτερης συναυλίας του
Ολυμπιακού Σταδίου… Η σαχλαμάρα, με άλλο πρόσωπο και τότε, παρακολουθούσε
έκθαμβη! Η συμμετοχή και η αλληλεγγύη ήταν για μένα, από τα παιδικά μου χρόνια,
μέρος της καθημερινότητάς μου. Αλλά και η απέχθεια μου σε ότι ένοιωθα στρεβλό
και άδικο. Γι’ αυτούς τους λόγους προσπαθούσα να προβάλω και να κρίνω -πάντα με
επιχειρήματα- τα ανάποδα της δουλειάς μας και του χώρου τα ευτράπελα. Οι
αντιδράσεις ήταν αναμενόμενες. Ίσως θυμόσαστε, τη δεκαετία του ’80 είχα δώσει
μια συνέντευξη στην Ελευθεροτυπία και είπα, «αυτές οι εκπομπές που ακούω δεν
αντέχονται, βγάλτε τα τραγούδια μου από εκεί», και μου λένε, «μα τί είναι αυτά
τα πράγματα! Τί παριστάνεις;» «Τι παριστάνω; Αυτό που κάνετε εσείς μ’ αυτές τις
εκπομπές, είναι γελοίο, προσβάλει το τραγούδι». «Άσε εμάς να κάνουμε τη δουλειά
μας, εσύ είσαι τραγουδιστής, πήγαινε στο studio να κάνεις δίσκους... εμείς τους
πουλάμε». Παρατήρησα λοιπόν και ενόχλησα τους συνεργάτες μου, για το κακό
επίπεδο στον τρόπο, που πουλάνε το λεγόμενο προϊόν. Διότι μου το λέγανε
«προϊόν» και τους θύμωνα... «Δεν θα ξαναπείτε τη δουλειά μας προϊόν».
Απαντούσαν «πώς να το λέμε; πες μας εσύ, που τα θεωρητικοποιείς όλα, πού είναι
η διαφορά;». Και απαντώ, «ακούστε, όταν εσείς ένα τραγούδι π.χ. το Παραπονεμένα
λόγια, το θεωρείτε ως προϊόν, λέτε ότι πουλάμε την ίδια αγάπη για το τραγούδι.
Ξέρετε όμως πολύ καλά ότι αυτό δεν είναι αλήθεια. Η αγάπη για το τραγούδι και η
αγάπη για το κέρδος από το τραγούδι, διαφέρουν ριζικά. Και δε θα μοιάσουν ποτέ
τα κίνητρά μας». «Τέτοια λες» μου απαντούσαν «και θα φας το κεφάλι σου». Είχαν
δίκιο οι εταιρείες. Εγώ έφαγα το κεφάλι μου. Εκείνες όμως έφαγαν την ύπαρξή
τους. Είναι ένα θέμα το πώς μπορεί να λειτουργήσει κάποιος σ’ ένα χώρο με
τέτοιες αντιθέσεις. Είναι το ίδιο πρόβλημα που έχεις και εσύ. Λες π.χ. εγώ θα
πάω στο Όγδοο, ή κάπου αλλού να συζητήσω, διότι δε μου ταιριάζει η Βαβέλ. Η
Βαβέλ, ας πούμε, ότι είναι μια καινούργια εταιρεία, που πουλάει εσώρουχα,
κουβερτούλες νάυλον, λούτρινα, πουλάει επανάσταση, πουλάει βενζίνη νοθευμένη
και ποτά μπόμπες. Παρ’ όλα αυτά, επειδή είναι ένας κολοσσός - έχει πολλά
χτυπήματα στο googl - έχει περάσει το εκατομμύριο και την αναγνωρίζουν. Κι
έρχεται η ώρα να πουν σε μένα, ή σε σένα, «πού θα’ρθεις; - σ’αυτούς, που έχουν
π.χ. 1.500 χτυπήματα, ή σε εμάς που έχουμε 1,5 εκατομμύριο;». Και θα πας εκεί,
στη Βαβέλ θα δουλέψεις, γιατί πιστεύεις ότι έτσι είναι η κοινωνία. Αυτά τα
ερωτήματα βγαίνουν για όλους μας, προς όλους μας και μας απασχολούν και θα μας
απασχολήσουν πολύ περισσότερο, διότι τώρα ξαναχτίζουμε την κοινωνία. Αυτό το
μαθαίνουν όλοι, και εμένα με νοιάζει τί είδους κοινωνία θα χτίσουμε.
Μήπως είναι σημεία ελληνικά αυτά σήμερα;
Βλέπουμε για παράδειγμα στην Αμερική, ο Springsteen, βγαίνει και τραγουδάει,
στηρίζοντας τον Ομπάμα -δίχως να κάνω παραλληλισμούς- και δεν κουνιέται φύλλο.
Έχουν μια άλλου είδους δημοκρατία ίσως... Εδώ ο καθένας ψάχνει να βρει
φαντάσματα, γιατί, πώς, πού, πότε, πόσα;
Δεν το έχουμε καταλάβει ότι
οι Αμερικανοί έχουν άλλη κοινωνία; Καταρχάς οι Αμερικανοί, έχουν κράτος, έχουν
θεσμούς που ακόμα βρίσκουν τρόπους να λειτουργούν. Κάντε ένα κόπο και διαβάστε
την ιδρυτική τους διακήρυξη. Έχουν βέβαια τα καλά και τα κακά τους. Αλλά οι
αρχές και η κοινωνία τους είναι αξιοπρόσεκτες, και παρότι το μεγαλύτερο μέρος
του κόσμου τους κατακρίνει, την ίδια στιγμή τους μιμείται. ΟΛΟΙ! Από την Ρωσία
και την Κίνα, μέχρι τη Βραζιλία και την Ινδονησία. Θα έπρεπε και για μας, να
έχουν ενδιαφέρον και σημασία κυρίως όταν δεν μας αδικούν και δεν παρεκτρέπονται...
Δηλαδή βλέπετε οι Αμερικάνοι να έχουν
αλλάξει; Γιατί το 2003,την εποχή των βομβαρδισμών της Γιουγκοσλαβίας,
τραγουδώντας στην Η.Π.Α. σ’ ένα κατάμεστο Radio City με τη Μαρινέλα, σας
θυμάμαι που είπατε στα μούτρα των Αμερικανών, επηρεασμένος από την
καταδυναστευτική πολιτική τους και πρακτική: «Αντε και του χρόνου στο Πεκίνο».
Άρη μου, θεωρώ απαραίτητο να
κάνουμε τον εξής διαχωρισμό: οι λαοί δε βρίσκονται πάντοτε σε αντιστοιχία με
τις κυβερνήσεις τους, άλλο οι εξουσίες κι άλλο οι λαοί. Αυτά τα κακά ελπίζω να
μην τα ξαναδούμε. Η Αμερική είναι μακριά, αλλά και δίπλα μας... Αυτό που ζούμε
όλοι μαζί, το «παγκόσμιο χωριό» μας είναι το ίδιο πράγμα. Η από εδώ πλευρά του
πλανήτη κι η από εκεί, μπορεί να διαφέρουν κατά μερικές ώρες, να διαφέρουν
οικολογικά, τοπογραφικά, χωροταξικά, κοινωνικά, οικονομικά, ταξικά,
πολιτισμικά. Αλλά οι χώρες που μπορούν κι επιβιώνουν, έχουν αποφασίσει πολλά
χρόνια πριν από εμάς, ότι θέλουν να δουν το μέλλον. Εμείς; Εμείς για ένα
παράξενο λόγο, σα να μη θέλουμε να δούμε αυτό το μέλλον. Δανειζόμαστε στιγμές
από το μέλλον των άλλων και τις προβάλουμε στα όνειρα μας. Και πώς θα ζήσουμε
με το μέλλον των άλλων; Εμείς προσπαθούμε το αποτέλεσμα του ονείρου ενός άλλου
ανθρώπου, ή μιας άλλης φυλής, να το φέρουμε εδώ χωρίς να έχουμε οργανώσει ούτε
το κρεβάτι, το οποίο μας αποκοιμίζει, ούτε το ναρκωτικό, το οποίο παίρνουμε,
για να κοιμηθούμε να δούμε αυτά τα όνειρα. Και κυρίως δεν έχουμε και τον γιατρό
από πάνω μας, ο οποίος θα μας ξυπνήσει. Κι όταν ξυπνάμε άναυδοι,
παραξενευόμαστε. Και για τα όνειρα που είδαμε, και για το χώρο που βρεθήκαμε
ξαφνικά και ξεχνάμε πώς μπήκαμε μέσα σ’ αυτόν τον ύπνο, και σ’ αυτή την
αφασία... Γι’ αυτό σας είπα πιο πριν, ότι ζούμε από σύμπτωση. Είμαστε ένας λαός
που μέχρι πριν από 35 χρόνια είχε δικτατορία, έχοντας περάσει πριν από 40
χρόνια μια άλλη δικτατορία κι έναν εμφύλιο. Και μετά ένα δεύτερο εμφύλιο. Και
πιο πριν μετά 3-4 χαμένους πολέμους. Και μετά έναν τρίτο εμφύλιο, ο οποίος
ξεκίνησε τη δεύτερη χρονιά, που άρχισε η παλινόρθωση του Ελληνικού έθνους.
Τέλος του 1823 προς 1824 είχαμε τον πρώτο μας εμφύλιο. Δεν είναι σύμπτωση
λοιπόν τ’ ότι ζούμε ακόμα; Είμαστε τόσο τζογαδόροι; Δηλαδή τη ζωή μας την
παίζουμε σ’ ένα κέρμα, ή μονά-ζυγά, που παίζουν οι μάγκες στο δρόμο, ή που
παίζουν τον παπά; Τι είδους παιχνίδια παίζουμε; Αν και τα σοβαρά τα κάνουμε
παιχνίδια... Στο τέλος θα τα βρούμε μπροστά μας.
Σ’ όλη αυτήν την 45ετή διαδρομή, ο Γιώργος
Νταλάρας τί αποκόμισε, τί κρατάει, τί δε θέλει να θυμάται;
Αυτό, που έγινε με εμένα ούτε
το είχα διανοηθεί, ούτε το είχα σκεφτεί. Για όλο αυτό το «οικοδόμημα» όλων
αυτών των χρόνων, μπορεί να «φταίω και εγώ για κάποια τραγούδια», όπως λέει το
τραγούδι του Γιάννη Μπαχ, αλλά περισσότερο «φταίει» ο κόσμος. Το αφήνω με λίγη
παύση, για να σας χτυπήσει καμπανάκι... Εγώ δε ζήτησα από κανέναν να κάνει
υπερβολές με μένα, διότι ένα μέρος της κατακραυγής για όλα αυτά που κάνω, είναι
από το τεράστιο αυτό «οικοδόμημα» που χτίστηκε. Λες και εγώ ζήτησα από κανέναν
ποτέ να χτίσει κάτι γύρω από εμένα, ή πάνω σε εμένα. Δεν το ζήτησα αυτό. Και
μάλιστα εδώ και 20 χρόνια το χτυπάω και το καταριέμαι. Εγώ δε ζήτησα από τον
κόσμο ακριβώς αυτό. Ήθελα συνέπεια και αυτογνωσία -από εμένα πρώτα- αλλά και
από τους άλλους σε αυτά, που ακούνε, να ξέρουν τί ακριβώς είναι. Δείτε τί
έπλεξε ο καθένας, και μέσα από αυτό δείτε πού υπάρχετε. Πείτε με απλά λόγια,
αυτό ήταν λιγότερο καλό, αυτό μ’ άρεσε, αυτό δε μ’ άρεσε... Τώρα, το να μου
επιτρέψετε, ή να μου «απαγορεύσετε» να ζω, είναι λίγο περίεργο. Εγώ ζω μέσα από
τη μουσική και το τραγούδι... Ούτε ζήτησα, ούτε εκβίασα από κανέναν να ‘ρθει
κοντά μου - επιτήδειος καθώς λένε ότι είμαι- να βάλω το χέρι στην τσέπη του, να
του πάρω τα 10 ευρώ για να πάρει το cd, ούτε ανάγκασα κανέναν με οποιονδήποτε
τρόπο να δεχτεί τις απόψεις μου, και επίσης δε στέρησα το δικαίωμα της έκφρασης
και της εργασίας από κανένα. Έτσι λοιπόν ζητώ το ίδιο και για μένα. Εγώ δε
δοκίμασα ποτέ να κατεβάσω κάποιον από τη σκηνή. Αν εσείς θέλετε να το κάνετε σε
μένα, βρείτε τι σας ενοχλεί και ομολογείστε το. Προφανώς ή έχετε κάποιο
πρόβλημα με την αντίληψή σας, ή εγώ κάνω κάτι που δε σας αρέσει, ή μπορεί να
είστε παραπλανημένοι. Πολύ στεναχωρήθηκα με τους ανθρώπους που αναγκάστηκαν να
δείξουν το πρόβλημα που έχουν στην ψυχή τους με εμένα... Υπάρχουν αρκετοί, όχι
όμως πολλοί. Οι πιο πολλοί είναι θετικοί και αναγνωρίζουν. Μην ξεχνάτε ότι
περίπου το 60% των ανθρώπων αυτών αυτά τα 45 χρόνια, ή έχουν ξεκινήσει μαζί
μου, ή έχουν δουλέψει μαζί μου. Και οι καλοί -είναι τιμή για εμένα, γιατί πάντα
με καλούς θέλω να δουλεύω- και οι κακοί γιατί μέσα σ’ αυτούς θα δείτε και κάποιους,
που κακοφόρμισαν. Αυτοί όμως έχουν λόγους... Ο ένας νομίζει ότι πήρα τη θέση
του, κάποια στιγμή, που δεν ξέρω ποια είναι. Ο άλλος νομίζει ότι τραγουδώντας
40 χρόνια, κλείνω το δόμο του. Άλλος νομίζει ότι «αφού τραγουδάμε τα ίδια
τραγούδια, γιατί δεν έχουν την ίδια αποδοχή;» Αν σας πω τί έχω ακούσει από
μικρός... Γελούσα, ποτέ δεν τα ‘παιρνα σοβαρά. Μερικοί λέγανε ότι «τον
Νταλάρα... τον βλέπουν και τον ακούνε επειδή κρατάει κιθάρα κι έχει μακριά
μαλλιά». Κάποια στιγμή σε μια παρέα ένα βράδυ, ήρθαν δύο κορίτσια και μου
τραβήξανε τα μαλλιά, γιατί είχαν βάλει στοίχημα, ότι φοράω περούκα. Λοιπόν,
αυτά είναι χαριτωμένα πράγματα, τα καταλαβαίνω. Μπορεί λοιπόν μερικοί να
νομίζουν αυτό ή το άλλο... Ξέρω, υπάρχει άνθρωπος ο οποίος είπε, «αν δεν είχε ο
Νταλάρας τα μαλλιά του, δε θα ήταν αυτό που είναι». Άλλος είπε, «αν δεν έπαιζε
κιθάρα». Άλλος είπε, «αν δεν είχε την Άννα». Άλλος είπε, «αν δεν ήταν παιδί του
Μάτσα». Ρωτήστε τον ίδιο το Μάτσα όταν μπορέσετε, αν με θεωρεί παιδί του. Διότι
αν με θεωρεί παιδί του, ήμουν μια δυστυχία για εκείνον. Άδικος, δε θα είμαι
ποτέ... Ο Μάτσας είναι ο άνθρωπος, που μετά από 9-10 ακροάσεις, ήταν ο μόνος
που είπε, «αυτό το παιδί κάτι έχει». Πιστεύω ότι είχε και μια διορατικότητα,
γιατί σίγουρα η φωνή μου όταν ήμουν μικρός δεν ήταν καλή, αλλά εγώ εξελίχτηκα
σιγά-σιγά. Είναι αυτό που πάλι λέω με την τέχνη, εγώ δεν πιστεύω στα θεϊκά
ταλέντα, πιστεύω στη δουλειά των ανθρώπων. Το ταλέντο είναι μια αρχή, από εκεί
και ύστερα είναι ο τρόπος, που το αντιμετωπίζεις το ταλέντο σου και τη δουλειά
σου. Μερικοί λοιπόν, χωρίς να το θέλουν και χωρίς να το γνωρίζουν, άφησαν το
χαρακτήρα τους, να υπερκεραστεί από το φθόνο και από τις ενοχές τους
ενδεχομένως και να «τρίψουν τα χέρια τους» σε κάτι, που κάποια στιγμή θα δουν
ότι είναι λάθος. Μακάρι, επειδή εγώ είμαι αρκετά ανθεκτικός και αυτάρκης, να μη
φθάσουν και οι ίδιοι στο σημείο να μπουν μέσα σ’ αυτή τη διαδικασία, που μπήκα
εγώ... Θέλω να πω κάτι εδώ. Από μικρός, στο γυμνάσιο, στο λύκειο, στο
Πανεπιστήμιο, άκουγα κι ακούω συνέχεια μια καραμέλα... «Ο Νταλάρας έκανε
εκείνο, το άλλο, το άλλο» αυτά που λέμε τόση ώρα... Για παράδειγμα, οι
U2...έχουν μια δισκογραφία 30 χρόνων, με διαφορετικό χαρακτήρα, άλλοι (δίσκοι)
καλύτεροι, άλλοι όχι τόσο. Είναι όμως αυτό το τεράστιο μουσικό συγκρότημα, που
θα πάμε και θα τους δούμε με λαχτάρα, ένας «μουσικός κολοσσός». Το ενάγω σε
παγκόσμιο επίπεδο, γιατί κι εσείς πιστεύω πως αν ζούσατε στο εξωτερικό και
κάνατε καριέρα στην Αμερική, θα είχατε την ίδια πορεία και εξέλιξη. Οι U2
λοιπόν πέραν του συγκροτήματος, έχουν φτιάξει και μια οντότητα -εταιρεία μη
κερδοσκοπική, που κάνει και αγαθοεργίες, που προσφέρει χρήματα π.χ. στα παιδιά
της Αφρικής μέσω του Live Nation, ή κατά του AIDS κοκ... Έχουν κοπιάσει, έχουν
δουλέψει, έχουν ξεχωρίσει μέσω της μουσική τους... Έχουν αποδείξει ποιοί είναι
και δεν έχουν κανένα πρόβλημα με τον καθένα. Εσείς γιατί θα πρέπει να
ασχολείστε με τον καθένα, ο οποίος θα λέει το μακρύ και το κοντό του; Να πούμε
λοιπόν για τη γνωστή συνομωσία. Ξέρετε τι λένε... Ότι ο Sting, ο Springsteen, ο
Bono, ο Peter Gabriel και εγώ μαζί, είμαστε μια ομάδα ανθρώπων, που παλεύουμε
για να κοροϊδέψουμε τον κόσμο, έχουμε κάνει συμβόλαια μεταξύ μας, εγώ βεβαίως
επειδή είμαι πολύ μικρός, η υπογραφή μου είναι στην άκρη-άκρη, δε φαίνεται...
Και προσπαθούμε να ρίξουμε στάχτη στα μάτια των ανθρώπων, ότι και καλά όλοι
αυτοί παριστάνουν τους φιλάνθρωπους. Π.χ. ο Sting, τραγουδώντας το Fragile,
μιλάει και ανησυχεί για τα Rain Forest κτλ, ενώ έχει κάνει μια τεράστια
επιχείρηση ελαστικών και βγάζει λεφτά από αυτό... Το ξέρατε; (Ελπίζω να μη βγει
αυτό ως είδηση αύριο). Ο Bono, χα ο Bono! Είναι ένας απόγονος του Al Capone!
Για τον Springsteen, o προπάππους της πεθεράς του ήταν μαύρος, γι’ αυτό τον
βλέπετε τώρα κοντά στον Ομπάμα! Και δεν είναι οι μόνοι, είναι και άλλοι...
Έχουμε λοιπόν μια συμμορία δολοφόνων, που κοιτάει ο ένας τί κάνει ο άλλος, ή
έχουν συμβόλαιο μεταξύ τους, π.χ. «εσύ: επειδή δεν μπορούμε εμείς, θ’ αναλάβεις
την Κύπρο!» Το ‘χω ακούσει αυτό, από κάποιον. «Εγώ λέει δεν έχω τίποτα μαζί
σου, αλλά έχω με αυτούς που σε βάζουν να τραγουδήσεις για την Κύπρο». Μου το
‘χει πει ένας χάχας... Αυτός πιστεύει ότι εμένα μ’ έβαλε κάποιος, κάποια
σιωνιστική, ή κάποια άλλη, μπολσεβίκικη, εταιρεία να τραγουδήσω για την Κύπρο.
Ε, τι να πω από εκεί και ύστερα; Πού να πάω; Να πάω στη νομαρχία, στην
αστυνομία, στην εφορία, πού να πάω; Κάπου πρέπει να πάω κι εγώ... Άρα, πώς
μπορείς να ασχοληθείς με αυτά; Το χειρότερο είναι πως αυτοί οι ίδιοι άνθρωποι,
παίρνουν τα ιστορικά στοιχεία της όποιας διαδρομής του Bono και άλλων και
κάνουν ακριβώς τα ίδια πράγματα, προσπαθώντας να γίνουν Bono στη θέση του κάθε
Bono. Αλλά δεν το καταλαβαίνουν ότι εκτίθενται, διότι αυτό που κάνουν κι αυτά
που λένε, τα έχουμε πει εμείς δεκάδες χρόνια πριν, χωρίς δε, μόνο λόγια, χωρίς
φρουφρού κι αρώματα. Τα έχουμε πει με πράξεις. Και αύριο μεθαύριο που εμείς
μεγαλώνουμε, κάποιοι νεότεροι θα πάρουν τη θέση μας... Αλλάζει η τράπουλα. Αυτό
λοιπόν, που στηρίζει σήμερα ένα παιδί κι αύριο θα πλανηθεί και θα πει, «ρε συ,
τι μαλάκας που ήμουνα όταν ήμουν 20 χρονών και πίστευα ότι αυτός είναι αυτό,
και αυτός είναι κάτι άλλο». Ώσπου να το σκεφτεί αυτό θα περάσουν 20 χρόνια και
θα ‘χει βγει ένας άλλος, ο οποίος θα κάνει ακριβώς το ίδιο πράγμα. Κι αυτό
γίνεται και στους τραγουδιστές, στους ηθοποιούς, στους δημοσιογράφους, θα
γίνεται πάντα και στους γιατρούς και στους δικηγόρους και στους πολιτικούς.
Εγώ πιστεύω ότι θα σας λάτρευαν αυτοί οι
άνθρωποι, που πιστεύουν αυτή τη συνομωσιολογία, αν ο Νταλάρας ήταν Άσιμος...
Δηλαδή, να έχει τη φωνή αυτή που έχει, που εμπνέει και δημιουργεί όλα αυτά τα
συναισθήματα, αλλά να είναι σαν το μακαρίτη το Νικόλα Άσιμο και να μην παίρνει
μία...
Ναι, αυτό το άκουσα στο
δικαστήριο... Το άκουσα από έναν εισαγγελέα, ο οποίος έλεγε στο συγκεκριμένο
χάχα, «δηλαδή το πρόβλημα σας τελικά, αφού απ’ ότι μας λέτε με τον άνθρωπο και
τον καλλιτέχνη, δεν έχετε τίποτα, είναι η ύπαρξη του, είναι γιατί ζει;» «Όχι,
λέει αυτός, εγώ δεν έχω τίποτα με...» «Nαι, εξηγήστε μας όμως γιατί;» Δεν
μπορούσε να εξηγήσει και του απαντάει ο εισαγγελέας, «να σας εξηγήσω εγώ... Θα
θέλατε αυτόν τον άνθρωπο, να μην τον βλέπετε, να μην είχε γεννηθεί... Στη ζωή
όμως αγαπητέ μου δε διαλέγουμε πότε θα γεννηθούμε, όπως δε διαλέξατε εσείς,
έτσι δε διάλεξε κι αυτός». Από τον τελευταίο δίσκο, ποιό τραγούδι είναι πιο
κοντά στο συναίσθημα του Γιώργου Νταλάρα; Είναι δύο τραγούδια... Το ένα είναι
για τους στίχους του, το τραγούδι του Μάνου, «Ξέχνα τις αναμνήσεις». Το δεύτερο
είναι το «Τσάμικό», που λέει αυτά που λέει. Έχει μια κουβέντα, που σ’ εμένα
είναι απόλυτη... Γιατί είναι ένα κομμάτι του χαρακτήρα μου, που δεν το ξέρετε,
ή δε φαίνεται. «Ποιόν ουρανό μου σκάβετε κι εγώ τον κατεβαίνω». Όλη αυτή η
αντίφαση αυτού του στίχου, ουρανός... σκάβω... κατεβαίνω... ανεβαίνω... ανε...
κατέ... ανά... κατά... ανάκατα. Αυτό είμαι. Είμαι όλος μια αντίφαση. Είμαι ένας
άνθρωπος, ο οποίος ήθελε πάρα πολύ να γεννηθεί και μετάνιωσε που γεννήθηκε,
γιατί δεν ξέρει γιατί γεννήθηκε... Είμαι ένας άνθρωπος, ο οποίος γεννήθηκε και
είδε τη ζωή, χάρηκε πάρα πολύ βαθιά μέσα του και την ίδια στιγμή θέλει να την
αλλάξει. Βλέπει το μεγαλύτερο μέρος της, λάθος... Και μίσησε και τη φήμη του,
όπως έχετε πει πάρα πολλές φορές... Βεβαίως... Και πριν πολλά χρόνια, πριν
γίνει όλο αυτό... Γιατί ένιωσα ότι είναι πλαστό. Πλαστό πασαπόρτι είναι. Είναι
λάθος. Δεν μπορεί ν’ αγαπάς έναν άνθρωπο, ο οποίος παράγει ανθρώπινα
συναισθήματα, χωρίς να τον ξέρεις και να βλέπεις την εικόνα του μόνο. Μόνο την
εικόνα βλέπεις; Τον ίδιο; Τον πετάς; Ε, τί θαυμάζεις τότε; Δεν μπορείς έναν
άνθρωπο, που δεν τον ξέρεις, να έχεις μόνο την αύρα του, πρέπει να τον γνωρίσεις,
να τον ψάξεις. Λένε για θετικές ενέργειες, για αρνητικές οι καφετζούδες. Δεν τα
ξέρω εγώ αυτά... Ξέρω μόνο αυτό που βλέπω. Εσύ, μπορεί να είσαι ο θεός των
λαϊκών τραγουδιστών. Δε μ’ ενδιαφέρει τί λένε... Εμένα μ’ ενδιαφέρει αυτό που
θα δω, που θα ακούσω, αυτό που γράφεις, γιατί το γράφεις, έτσι καταλαβαίνω το
κίνητρο σου και σε αντιμετωπίζω ως άνθρωπο, δεν μπορώ να σ’ αντιμετωπίσω ως
εικόνα, μέρος μιας εξουσίας, που έχει άλλα κίνητρα... Αν λοιπόν σ’ εμένα,
βλέπεις μόνο ότι εγώ τραγουδάω, λέω πολλά τραγούδια, κερδίζω πολλά λεφτά,
δουλεύω σ’ αυτήν την εταιρεία κοκ... Με κατέστρεψες... Νομίζεις άλλα από αυτά
που είμαι... Ρώτα... Πες μου... Ήρθε ποτέ κανείς από αυτούς να με ρωτήσει ποιός
είμαι και τί κάνω, για να καταλάβει. Το αντίθετο. Όταν λέω σε κάποιον, «για έλα
εδώ να τα πούμε», μου λέει μετά, «ά, έτσι είναι δεν το ‘ξερα, άλλα μου
λέγανε»... Αφού σου λέγανε, άρα είσαι και εσύ σαν αυτές τις πρωινές εκπομπές με
τους ωροσκόπους, τα ζώδια, τα γκουρμέ και τα βρακάκια, διασκεδαστικά ίσως,
μοδάτα… Αλλά παντού κενό... Ένα τελευταίο συναίσθημα πριν να φύγουμε. Μου το
χρωστάτε από την αρχή που μιλήσατε για τη μητέρα σας την Τάνια. Επειδή τελείωσα
το λύκειο στην Αμερικανίδων Κυριών, στην Κοκκινιά... Τι θυμάστε και τι νιώθετε,
όταν περπατάτε ξανά σ’ εκείνα τα στενά, που γεννηθήκατε... Βλέπω ότι όσο πάνε
ελαττώνονται τα παλιά σπίτια, σχεδόν όλα δόθηκαν αντιπαροχή. Ίσως δε γινόταν
αλλιώς… Θα ήταν ωραίο, όμως, ν’ αποκλειστεί ένα κομμάτι της παλιάς συνοικίας
για να γίνει ένα ζωντανό μουσείο, στο οποίο θα μπορεί κανείς να δει πως
επιβίωσαν οι άνθρωποι όλα αυτά τα χρόνια. Είναι ένα μεγάλο κεφάλαιο αυτό...
Μπορεί η Μικρασιατική Καταστροφή, να είναι το σημαντικότερο στοιχείο του
σύγχρονου Ελληνισμού... Αυτά όλα που περνάμε και ζούμε, έχουν σχέση μ’ αυτό.
Πρέπει να το καταλάβουμε. Και πρέπει να ξαναπάρουμε μπρος μέσα από όλα αυτά,
γιατί περνά ο καιρός, ο κόσμος διαμορφώνεται... Θέλω να ελπίζω ότι σιγά-σιγά οι
Τούρκοι αρχίζουν να καταλαβαίνουν, διαχωρίζοντας πάντα -ξαναλέω- εκ των
πραγμάτων είμαστε υποχρεωμένοι, γιατί έχουμε δει ότι μεταξύ κυβερνήσεων και
λαών δεν υπάρχει πάντα αντιστοιχία- τους λαούς από τις κυβερνήσεις τους. Είναι
δίπλα μας… Δουλεύουμε μαζί τους και συνεργαζόμαστε σε κάποια επίπεδα... Από εδώ
και μπρος αν θέλουμε, θα γίνουν πράγματα σημαντικά. Είδατε τί έγινε για να
φτιάξει η Κύπρος την αποκλειστική οικονομική ζώνη (ΑΟΖ)...
Το πιο μεγάλο ευχαριστώ αν έπρεπε να το
δώσει σε κάποιον ο Γιώργος Νταλάρας... καλλιτεχνικά;
Είναι πολύ βαρύ, λυπηρό… Στον πατέρα μου, που
μ’ άφησε μόνο μου, να μπω στα θηρία από μικρός.
*Σε λίγες ώρες,ο Γιώργος
Νταλάρας, ανεβαίνει στη σκηνή του Passport, κατεβαίνοντας στις γειτονιές του
Πειραιά, που τόσο αγαπά, για δύο εμφανίσεις, σήμερα Παρασκευή 11/01 και αύριο
Σάββατο 12/01,με το Νίκο Αντύπα και την Ανδριάννα Μπάμπάλη.
Πηγή: www.ogdoo.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου