της Φωτεινής Μπαλογιάννη
Ξεχάστε τα
βαραφορτωμένα γραφεία και τις τακτοποιημένες βιβλιοθήκες. Πίσω από τα ράφια
κάποιου φαρμακείου, στις φθαρμένες καρέκλες ενός καφενείου, γεννήθηκαν και
συζητήθηκαν μερικές από τις πιο φιλόδοξες λογοτεχνικές σελίδες της
Θεσσαλονίκης. Αυτές που άφησαν για πάντα τα σημάδια τους στην πόλη.
Από το 1930
ήδη, παρέες λογοτεχνών αναζητούν και βρίσκουν ανύποπτα σημεία μες στην πόλη για
να στεγάσουν εκεί τις κοινές τους αναζητήσεις. Το φαρμακείο του Νίκου-Γαβριήλ
Πεντζίκη, στην Εγνατία (στο Μέγαρο Βαρβιτσιώτη), με σταθερό επισκέπτη τον Ηλία
Πετρόπουλο, το φαρμακείο του ποιητή, Ηλία Κατσόγιαννη, από την Αρκαδία (του
Μπαρμπαλιά, όπως τον αποκαλούσαν οι φίλοι του), στη γωνία Τσιμισκή με
Βενιζέλου, το καφενείο «Αχιλλέας» του Αχιλλέα Βενετούλια, στην Αγίας Σοφίας με
Ερμού , αλλά και τα παλιά βιβλιοπωλεία του «Μόλχο», στην αρχή της Τσιμισκή, και
των αδερφών Συρόπουλων, στη γωνία Τσιμισκή και Καρόλου Ντηλ, ή το περίφημο
πατάρι στο καφέ «Ανθέων» ήταν μερικά από τα στέκια που σημάδεψαν τη λογοτεχνική
ιστορία της πόλης.
Φαρμακεία
Το 1930, ο
Νίκος-Γαβριήλ Πεντζίκης διαδέχεται τον πατέρα του στο φαρμακείο, το οποίο, για
μια εικοσαετία, θα αποτελέσει το κατεξοχήν στέκι και φυτώριο λογοτεχνών της νεότερης
τότε γενιάς. Στην παρέα που μαζευόταν κάθε βράδι, στον αριθμό 112 της Εγνατίας,
ήταν, μεταξύ άλλων, ο Τάκης Βαρβιτσιώτης, ο Γιώργος Θέμελης, ο Γιώργος
Κιτσόπουλος, ο Κάρολος Τσίζεκ, αλλά και οι ζωγράφοι, Τάκης Ιατρού, Γιάννης
Σβορώνος, Νίκος Σαχίνης. Ανάλογος τόπος συνάντησης λογοτεχνών υπήρξε και το
περίφημο φαρμακείο του ποιητή, Ηλία Κατσόγιαννη, στην Τσιμισκή 10. Τακτικοί
επισκέπτες του, όπως τους καταγράφει ο Τηλέμαχος Αλαβέρας στο βιβλίο του με
τίτλο «Με τον Μπαρμπαλιά» (εκδόσεις Ιανός «Εν Θεσσαλονίκη»), ήταν Θεσσαλονικείς
λογοτέχνες, όπως ο Γιώργος Θέμελης, ο Πέτρος Σπανδωνίδης, ο Γ. Θ. Βαφόπουλος,
αλλά και αθηναίοι ομότεχνοί τους, όπως ο Στρατής Μυριβήλης, ο Σπύρος Μελάς, ο
Παναγιώτης Κανελλόπουλος, εκπαιδευτικοί, δημοσιογράφοι, ηθοποιοί, ο σκηνοθέτης,
Ορέστης Λάσκος, κι άλλοι Βορειοελλαδίτες και ΜοραΙτες. «Το “Πρυτανείον” του
φαρμακείου» σημειώνει ο Τηλέμαχος Αλαβέρας «ήταν ακόμη έδρα του παραρτήματος
του “‘Συνδέσμου Ελλήνων Λογοτεχνών”, μισοέδρα του “Ομίλου Συνεργατών και
Υποστηρικτών του περιοδικού “Μορφές”, με επικεφαλής τον διευθυντή και εκδότη,
Βασίλη Δεδούση, καθώς και των συνεργατών των “Μορφών”, Χρήστου Ντάλια, Μπάμπη
Νίνια και Χρυσάνθης Ζιτσαία, χωρίς όμως, αυτό να εμποδίζει την ομάδα του
περιοδικού “Κοχλίας” – τον Νίκο-Γαβριήλ Πεντζίκη, τον Γιώργο Κιτσόπουλο, τη Ζωή
Καρέλλη – να συχνάζει εκεί, όπως και η παρέα των “Μακεδονικών Γραμμάτων”,
πρόσωπα και πράγματα τριών δεκαετιών».
«Ο Νίκος
Πεντζίκης ήταν μια πολυσύνθετη προσωπικότητα και το φαρμακείο του πατέρα του
υπήρξε κέντρο λογοτεχνικών συνευρέσεων. Σε εκείνο το Μέγαρο, κάποτε στεγαζόταν
η “Μακεδονία”. Είχε δύο ή τρεις ορόφους κι από κάτω ήταν και ο Πεντζίκης.
Πρόλαβα και το φαρμακείο Κατσόγιαννη, που κι αυτό, όταν έπαψε να βγαίνει το
περιοδικό “Μορφές”, απ’ όπου προέρχονταν όλοι, και με τον θάνατο του
Μπαρμπαλιά, του Κατσόγιαννη, έκλεισε. Από κει ξεπήδησε και το περιοδικό “Νέα
Πορεία”, όταν έκλεισαν οι “Μορφές”» θυμάται ο ποιητής, Ντίνος Χριστιανόπουλο ς,
και προσθέτει: «Ηταν καταξιωμένα στέκια αυτά, γιατί εξέφρασαν κι επώασαν όχι
απλώς ένα περιοδικάκι, αλλά τα περιοδικά που σημάδεψαν καίρια τη Θεσσαλονίκη,
κυρίως αμέσως μετά τον πόλεμο». Ο ίδιος πρόλαβε για μία περίοδο, όπως λέει, ένα
άλλο στέκι, το ζαχαροπλαστείο «ο Αχιλλέας», εκεί που είναι σήμερα το
ζαχαροπλαστείο του «Τερκενλή», στην Πλατεία Αγίας Σοφίας. «Στον “Αχιλλέα”
μαζεύονταν πολλοί διανοούμενοι, που παλιά σύχναζαν στο φαρμακείο του Πεντζίκη.
Αυτό, όμως, δεν πρόκοψε, γιατί και λίγοι ήταν και δεν υπήρχε κάποια αιτία να
τους τραβάει προς τα εκεί».
Η οδός
Ανθέων
Τη δεκαετία
του ’80, κάθε Κυριακή πρωί, στο καφέ «Ανθέων» μπορούσε κανείς να συναντήσει μια
από τις πιο γόνιμες λογοτεχνικές συντροφιές της νεότερης περιόδου. «Το στέκι,
επί της οδού Ανθέων, ένα ισόγειο κι ένα πατάρι, όπου μαζευόμασταν εκεί παρέα,
είναι μια ιστορία η οποία αφορά στους συνομήλικους της γενιάς μου» λέει ο
ποιητής, Μάρκος Μέσκος. «Οι συναντήσεις αυτές διήρκεσαν από το ’85 – ’86 μέχρι
το ’92 – ’93. Τα πρόσωπα που συγκεντρώνονταν εκεί, ήταν ο Ανέστης Ευαγγέλου, ο
Τόλης Καζαντζής, ο Νίκος Μπακόλας (ο οποίος δεν ήταν από τους πρωτεργάτες αυτής
της ιστορίας, ήρθε λίγο αργότερα), ο Τάκης Σιμώτας, ο αγαπημένος Παναγιώτης
Πίστας, η Μαριέτα Καραγιάννη, ο Θανάσης Γεωργιάδης, ο Θανάσης Πάσωξ, ο Κώστας
Λαχάς, ο Πρόδρομος Μάρκονλου κι εγώ. Σπάνια έρχονταν κι άλλα πρόσωπα,
προσωπικοί φίλοι ενός εκάστου, αλλά δεν ήταν ο πυρήνας αυτής της παρέας, που
ανήκε λίγο πολύ στη δεύτερη λογοτεχνική μεταπολεμική γενιά. Συζητούσαμε κυρίως
για τη λογοτεχνία. Ποίηση, πεζογραφία και δοκίμιο. Η παρέα αυτή, πέρα από τη
συγγένεια με τα πρόσωπα της προηγούμενης ποιητικής μεταπολεμικής γενιάς, είχε
σχέση με την “Κριτική”, τη “Διαγώνιο” και τη “Νέα Πορεία”, τα σημαίνοντα
λογοτεχνικά περιοδικά της δεκαετίας του ’60. Είχαμε επίσης αναπτύξει τις
αντίστοιχες πνευματικές γέφυρες με φιλίες ανάλογων ηλικιών και προβληματισμών
στην Αθήνα».
«Η
συγκεκριμένη παρέα έδωσε κοινό παρών προς τα έξω, με έναν τόμο με τίτλο «Ιδίοις
Αναλώμασι», με την έκδοση ενός λευκώματος και με τις εκδόσεις «Χειρόγραφα», από
το 1988 μέχρι το 1992, από τις οποίες κυκλοφόρησαν κείμενα λησμονημένα από τη
σημερινή λογοτεχνική περιδιάβαση, επιλεγμένα με ποιοτικά κριτήρια, καθώς και
άλλα, δικά μας».
Και κατ’
οίκον
Συναντήσεις
λογοτεχνών της πόλης γίνονταν και κατ’ οίκον. Η Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου
θυμάται: «Είχαμε κάποιες αραιές συναντήσεις στο σπίτι μου, όπου ερχόταν ο
Γιώργος Θέμελης, ο Ανέστης Ευαγγέλου, η Μαρία Καραγιάννη, η Μυρτώ
Αναγνωστοπούλου. Συζητούσαμε για λογοτεχνία, αφού τρώγαμε, πίναμε. Ο Θέμελης
ερχόταν με τα χειρόγραφα ποιημάτων του, με τη λαχτάρα να μας τα διαβάσει και να
κάνουμε συζήτηση πάνω σε αυτά. Κάτι που δεν γίνεται σήμερα. Η πιο
εποικοδομητική μου συνάντηση ήταν με τη Ζωή Καρέλλη. Μου διάβαζε ποιήματά της
κυρίως, της διάβαζα κι εγώ ανέκδοτα χειρόγραφά μου, γιατί λαχταρούσα να ακούσω
τη γνώμη της. Μου έκανε ορισμένες παρατηρήσεις, μου έλεγε: “Αυτός είναι
δύσκολος δρόμος, παιδί μου, που διάλεξες, πρόσεξέ το αυτό το ποίημα”. Ή όταν
μου έλεγε: «Εξαιρετικά», «Προχώρα», έβγαινα πια πετώντας από τη χαρά μου. Πιο
σπάνια, συναντιόμασταν στο σπίτι του Ανέστη Ευαγγέλου. Για τους άλλους, δεν
ξέρω τι κάνανε. Υπήρχε ένα πατάρι στην οδό Ανθέων τότε, όπου δεν συμμετείχα εγώ
ούτε ήξερα την ύπαρξη αυτού του στεκιού».
Παρελθόν που
πέρασε και δεν γυρίζει αυτές οι συντροφιές; «Η μοίρα αυτών των συναντήσεων
είναι να συνεχίζονται ως κάποια χρονική περίοδο και μετά να διαλύονται, να
εξασθενούν» λέει η Μαρία Κέντρου – Αγαθοπούλου. «Συναντιέμαι, βέβαια, και τώρα
με κάποιους ανθρώπους και περνάμε πολύ καλά. Με τον Τάσο Καλούτσα και τη Μαρία
Κορδάτου, με τη μεταφράστρια ελληνικής ποίησης, Ντάντι Σιδέρη – Σπεκ, με τον
Μάρκο Μέσκο, τον Κλείτο Κύρου. Το 2001, τους είχα πει να συναντιόμαστε κάθε
Τρίτη, σε ένα καφέ, στη Σβώλου, και, πράγματι, ερχόταν ο Πρόδρομος Μάρκογλου, ο
Μάρκος Μέσκος, ο Τάσος Χατζητάτσης κι ο Κλείτος Κύρου. Αυτό έγινε τον περυσινό
χειμώνα. Αυτό κράτησε μόνο ένα χρόνο και μετά τίποτε. Διαλυθήκαμε πάλι. Δεν
ξέρω γιατί δεν συνεχίζονται αυτές οι συναντήσεις. Υπάρχει έλλειψη επιθυμίας;
Καθένας έχει τις δικές του δουλειές, μπορεί να είναι και θέμα χρόνου».
«Με έχει
απασχολήσει πολύ η περίπτωση με τα στέκια και, κρίνοντας από την περίπτωσή μου,
βλέπω ότι πρέπει να υπάρχει κάποιος με δυνατή προσωπικότητα και με αντίστοιχο
έργο, ώστε να μπορέσει να φέρει κοντά του και διάφορους άλλους. Αν αυτό δεν
συμβαίνει, δεν φτιάχνεται στέκι. Δεύτερη προϋπόθεση είναι (κι αυτό το σκέφτηκα
τώρα τελευταία και το θεωρώ πάρα πολύ σοβαρό) ότι δεν αρκούν αυτά, εάν δεν
υπάρχει προεργασία επί του θέματος» καταλήγει ο Ντίνος Χριστιανόπουλος.
ΠΗΓΗ ΔΗΜΟΣΙΕΥΣΗΣ: http://parallaximag.gr/thessaloniki/ta-stekia-ton-logotechnon-vivlia-kafes-ke-xenichtia
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου