Κυριακή 15 Ιουνίου 2014

ΕΞΑΙΡΕΤΙΚΗ ΜΟΝΟΓΡΑΦΙΑ του Κώστα Μπαλαχούτη: "Μάνος Χατζιδάκις - 20 Χρόνια Απουσίας! "



ΤΟΥ ΚΩΣΤΑ ΜΠΑΛΑΧΟΥΤΗ

Πως μπορεί να χωρέσει κανείς, μέσα σε λίγες ψυχρές σελίδες, το μεγαλείο της τέχνης και της χαρισματικής προσωπικότητας ενός  τόσο μεγάλου δημιουργού;
Πως μπορούν οι λέξεις να ψηλαφίσουν το “μύθο” ενός ανθρώπου, που χάραξε όσο λίγοι την πορεία του ελληνικού τραγουδιού και την πολιτισμική ζωή του τόπου για μισό περίπου αιώνα, και που οι επιρροές, οι επιδράσεις, οι αποχρώσεις και το στίγμα του εξακολουθούν να δονούν και να καθορίζουν τα δεδομένα στο χώρο, 20 χρόνια μετά την αποδημία του;

Προσπάθεια μάταιη, άσκοπη, άκαρπη, απραγματοποίητη. Ας μιλήσουν καλύτερα η συγκίνηση, το δέος και ο θαυμασμός του ταπεινού ακροατή, σε μια κατάθεση χρέους, “από καρδιάς”...


Ας αφήσουμε για λίγο τον ίδιο να μας μιλήσει για τον βίο του: «Η ζωή μου δεν ήταν η ζωή ενός μουσικού. Ήταν περισσότερο η ζωή ενός επικίνδυνου και ανήσυχου νέου που η μουσική κατάφερε κάπως να τον ηρεμήσει και να τον κάνει κατ' επιφάνειαν νόμιμον».     

Γεννήθηκε στην Ξάνθη στις 23/10/1925. Ο πατέρας του ήταν από τη Κρήτη και η μητέρα του από την Ανδριανούπολη. Στις αρχές του ‘30  μετακομίζουν στην Αθήνα. Από μικρός άρχισε να μελετά πιάνο και θεωρία της μουσικής. Στα σχολικά έδρανα έχει για συμμαθητή το Μίκη Θεοδωράκη...  Σπουδάζει φιλοσοφία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και σιγά-σιγά εντάσσεται στην “ελίτ” των διανοούμενων της γενιάς του μεσοπολέμου (Σεφέρης, Ελύτης, Τσαρούχης, Γκάτσος, Σικελιανός), αρχικά ως μαθητής και στην συνέχεια ως ισότιμος μέλος:  «Βασικές επιρροές είχα από τον Γκάτσο, τον Μακρυγιάννη, τον Σεφέρη, τον Σολωμό... Διαθέτω λιγότερο φιλοσοφική σκέψη και περισσότερο ποιητική. Και αυτό το φανερώνω κάθε δημιουργική στιγμή μου».    

Εγγράφεται στη σχολή του Θεάτρου Τέχνης του Κάρολου Κουν: «Ηθοποιός σημαίνει φως». Σύντομα εγκαταλείπει την ιδέα αυτή αλλά παραμένει συνεργάτης του Θεάτρου Τέχνης και του Εθνικού, υπογράφοντας μουσική για παραστάσεις του αρχαίου δράματος καθώς και για έργα σύγχρονου ρεπερτορίου. Παράλληλα αρχίζει να δημιουργεί τα πρώτα του τραγούδια: «Επαγγελματίας είναι κανείς από την πρώτη στιγμή που ασχολείται σοβαρά με αυτό που τον απασχόλησε. Άλλο το επάγγελμα από όπου κερδίζουμε χρήματα. Αυτό στη μουσική γίνεται εκ των υστέρων, αν θα γίνει ­ που μπορεί και να μη γίνει».

Διευρύνει την επικοινωνία του με το κοινό, και με το ένστικτο και την διορατικότητα του που διαθέτει, αναγνωρίζει την αξία κι απήχηση του παρεξηγημένου μέχρι τότε ρεμπέτικου τραγουδιού. Με ερευνητική ματιά, συνέπεια και ευαισθησία, ενσωματώνει στο έργο του τις πρώτες ύλες του λαϊκού τραγουδιού και χρίζεται πρωτοπόρος στην προσπάθεια  για την ανάδειξη και δικαίωση του είδους και των πρωταγωνιστών του. Στις 31/1/1949 χρονολογείται η πασίγνωστη διάλεξή του για το ρεμπέτικο: «Θα ‘ναι κάπως ανόητο να νομίσουμε ότι ο χασάπικος μπορεί ή προσπαθεί να αντικαταστήσει το ταγκό. Οι λαϊκοί τούτοι ρυθμοί έχουν κάτι περισσότερο απ’ όσο χρειάζεται για να καλυφθούν οι βραδινές μας διασκεδαστικές ώρες…».   

Το 1949 ιδρύει με τη Ραλλού Μάνου και το ζωγράφο Σπύρο Βασιλείου το Ελληνικό Χορόδραμα, με το οποίο και παρουσιάζει χαρακτηριστικά έργα.  Ανάμεσά τους, διακρίνονται, σε περίοπτη θέση, οι “Έξι λαϊκές ζωγραφιές”, ρεμπέτικα τραγούδια “μεταφρασμένα” για πιάνο και ορχήστρα με την ξεχωριστή και εντελώς προσωπική σφραγίδα του. Κάτι που θα επαναλάβει πολλές φορές στη πολύχρονη πορεία του. Όπως, δεκαετίες αργότερα, το 1974, με τον ορχηστρικό δίσκο “Ο σκληρός Απρίλης του ‘45”, με παλιά ρεμπέτικα ενορχηστρωμένα “μαγικά” από τον ίδιο. Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται και τα “Πέριξ”, της ίδιας χρονιάς με μαντολίνο και πιάνο και απουσία μπουζουκιού, και την φωνή της Βούλα Σαββίδη σε αγαπημένες στιγμές. Έναν δίσκο που ο Χατζιδάκις αφιερώνει στην μνήμη της Μαρίκας Νίνου. Λίγο νωρίτερα, το 1971, είχε παρουσιάσει σε συναυλίες στην Αμερική τα “Λειτουργικά”, εννέα παλιά ρεμπέτικα μεταγραμμένα για φωνή και πιάνο ειδικά για την Φλέρυ Νταντωνάκη που τελικά βγήκαν στην δισκογραφία το 1991: «Το τραγούδι είναι έργο συμπυκνωμένο σε δυο τρεις φράσεις μουσικές και με μια απόλυτη αξία των λεπτομερειών που το συνθέτουν».

Στην δεκαετία του ΄50 θα υπογράψει ένα μεγάλο κι επιτυχημένο αριθμό τραγουδιών, πολλά από τα οποία υπηρέτησαν θεατρικές παραστάσεις και κινηματογραφικές ταινίας: “Χάρτινο το φεγγαράκι”, “Το φεγγάρι είναι κόκκινο”, “Αγάπη πού ‘γινες δίκοπο μαχαίρι”, “Βγήκανε τ’ άστρα”, “Πάμε μια βόλτα στο φεγγάρι”, “Μη τον ρωτάς τον ουρανό”, “Κάπου υπάρχει αγάπη μου”, “Υμηττός”, “Έλα πάρε μου τη λύπη” κ.α. Τραγούδια ρυθμικά, λυρικά, με μια πρωτόγνωρη φρεσκάδα κι ενορχηστρωτική αντίληψη που διαμορφώνουν νέους κανόνες και μέτρα στην τραγουδοποιία. Οι επιρροές του από την ευρωπαϊκή μουσική φιλτράρονται στο χωνευτήρι του παραδοσιακού ηχοχρώματος και μετουσιώνονται με σοφία, ταλέντο, διαύγεια και τόλμη σε πρωτοποριακά ακούσματα που προεκτείνουν τους ορίζοντες και την γραφή των λαϊκών τραγουδιών. Άλλωστε ο ίδιος, πολλές φορές, θα τονίσει το “αδιέξοδο” της ντόπιας “σοβαρής” μουσικής: «Η μισή, ντυμένη με κουρέλια, παρίστανε την Ευρώπη, και η άλλη μισή την αθάνατη Ελλάδα».    

Η δεκαετία του ΄60 θα φέρει ακόμα πιο κοντά το κοινό στον δημιουργό, αφού ο ίδιος με την αυστηρή, εκλεκτική και “αριστοκρατική” διάθεσή του, στέκει απόμακρος από τις μάζες και τους μηχανισμούς προβολής, και συχνά τις ίδιες τις καταθέσεις του... Η δυναμική όμως των τραγουδιών του είναι τόσο μεγάλη που λειτουργούν καταλυτικά: “Γαρούφαλλο στ’ αυτί”, “Τα παιδιά του Πειραιά”, “Αθήνα”, “Ο κυρ’ Αντώνης”, “Το πέλαγο είναι βαθύ”, “Φέρτε μου ένα μαντολίνο”, “Ο ταχυδρόμος πέθανε”, “Μια Παναγιά”, “Αστέρι του βοριά” κ.α.

Μια “Οδός ονείρων” που “Αυτοσχεδιάζοντας” κρύβει το περίφημο Όσκαρ σε μια “Μικρή Αχιβάδα”, περιμένοντας τους “Δεκαπέντε Εσπερινούς” για να φανερώσει το “Το χαμόγελο της Τζοκόντας”. Που ταξιδεύει στη “Μυθολογία”, στους “Όρνιθες”, κι από εκεί στον “Καπετάν Μιχάλη”, στους “Αντικατοπτρισμούς”, στη “Ρυθμολογία”, κι απ’ την “Εποχή της Μελισσάνθης” πετά στη “Ρωμαϊκή Αγορά”. Μια διαρκής αναζήτηση και ανανέωση του μουσικού λόγου και των εκφραστικών μέσων του δημιουργού, από την πιο κλασική έως και το πιο μοντέρνα αρμονική πλοκή, από το παραδοσιακό στο φουουριστικό ύφος.

Στις αρχές της δεκαετίας του ‘70 κι ενώ βρίσκεται στην Αμερική, κυκλοφορούν τα άλμπουμ “Επιστροφή” και “Της γης το χρυσάφι” σε στίχους Γκάτσου, επιβεβαιώνοντας το ταλέντο, την γνώση, “μαστοριά” και άνεσή του, να δημιουργεί πρωτότυπες λαϊκές μελωδίες : “Μίλησέ μου”, “Η πίκρα σήμερα”, “Χελιδόνι σε κλουβί”, “Η μικρή Ραλλού”, “Χασάπικο ‘40”, “Ασπρο περιστέρι” κ.α.        

Επιστρέφοντας στην Ελλάδα, ο Χατδιδάκις εγκαινιάζει δύο νέα δισκογραφικά λογότυπα, στη Lyra, τα “Νότος” και “Πολύτροπο”, μέσα από τα οποία εκδίδει τα έργα του. Παράλληλα βγαίνει ένα από τα πιο “ιστορικά” έργα της ελληνικής δισκογραφίας,  “Ο Μεγάλος Ερωτικός”, με ποιήματα Ελλήνων ποιητών όλων των εποχών (Ευριπίδης, Σαπφώ, Σολωμός, Καβάφης, Σεφέρης, Ελύτης, Γκάτσος κ.α). Άλλες εργασίες του που ξεχωρίζουν : “Αθανασία” και “Τραγούδια για την Ελένη”.

Με το κύρος και το ειδικό βάρος του, θα αφήσει την σφραγίδα του και στην κρατική ραδιοφωνία, ως γενικός διευθυντής της ΕΡΤ, και κυρίως στο Γ΄ πρόγραμμα, όπου στην “χατζιδακική” εποχή του χαρακτηρίστηκε για την υψηλή ποιοτική στάθμη και ακροαματικότητά του. Μέσα από τις συχνότητές του ο Χατζιδάκις συγκέντρωσε και παρουσίασε τα έργα νέων - και όχι μόνο - αξιόλογων δημιουργών του καλλιτεχνικού και πνευματικού ορίζοντα.

Στη δεκαετία του ΄80, με πρωτοβουλία του πραγματοποιούνται οι “Μουσικοί Αγώνες” στην Κέρκυρα, ενώ ιδρύει το πολιτιστικό περιοδικό “Τέταρτο” και την δισκογραφική εταιρία “Σείριος” που στεγάζουν  ανανεωτικές και “ριζοσπαστικές” τάσεις: «Έγινα τόσο ομαλός, έτσι που οι γύρω μου να φαίνονται όλοι ανώμαλοι».   

Την Τετάρτη 15 Ιουνίου του 1994, μας αποχαιρέτησε για πάντα. Το έργο του καθημερινά επαναπροσδιορίζεται, ξανα-ανακαλύπτεται και η αναμφισβήτητα πολύτιμη αξία του λειτουργεί σαν «μέτρο» σε μια άνευρη και συνάμα αμήχανα ταραγμένη εποχή.

ΥΓ. “Χαρισμένο” στο Νίκο Αναγνωστάκη



 Πηγή: Ogdoo.gr - http://www.ogdoo.gr/apopseis/kostas-mpalaxoytis/manos-xatzidakis-20-xronia-apousias


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου