Ανησυχητικές διαστάσεις λαμβάνει στην Ελλάδα ο σχολικός εκφοβισμός, με τους επιστήμονες να κρούουν τον κώδωνα του κίνδυνου, υποστηρίζοντας ότι το φαινόμενο εξελίσσεται σε ολοένα και πιο σύνθετο, ανάλογα με τις κοινωνικές και οικογενειακές συνθήκες. Σε αυτό μάλιστα συνηγορούν και τα στοιχεία της τελευταίας έρευνας του Παρατηρητηρίου Κατά της Βίας, σύμφωνα με τα οποία ο τόπος καταγωγής και η μειονοτική προέλευση των θυμάτων είναι δύο από τις βασικές αιτίες της ενδοσχολικής βίας.
Τα κρούσματα βίας στα σχολεία πληθαίνουν καθημερινά, ενώ ενδεικτικό της αυξητικής τάσης του φαινομένου είναι ότι τους τελευταίους δύο μήνες καταγράφηκαν περισσότερα από 150 περιστατικά βίας σε σχολεία της Κεντρικής Μακεδονίας. Πολλά από αυτά αφορούσαν σχολεία της Θεσσαλονίκης, ενώ όλα καταγράφηκαν από το περιφερειακό Παρατηρητήριο Κατά της Σχολικής Βίας. Σύμφωνα με τους υπευθύνους του, τα περισσότερα αντιμετωπίστηκαν σε επίπεδο σχολείου, ενώ για τα υπόλοιπα ζητήθηκε η συνδρομή ψυχολόγων και συμβουλευτικών κέντρων, ακόμα και του εισαγγελέα ανηλίκων.
Σύμφωνα με τον υπεύθυνο του Παρατηρητηρίου Κατά της Ενδοσχολικής Βίας της περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας και σχολικό σύμβουλο πρωτοβάθμιας εκπαίδευσης Αλέξανδρο Κόπτση, η αυξητική τάση του φαινομένου στα σχολεία της χώρας ενεργοποίησε στο μέγιστο βαθμό όλες τις αρμόδιες αρχές, ενώ το Παρατηρητήριο αναγκάστηκε να δημιουργήσει δίκτυα σε κάθε νομό της χώρας για αυτόν το σκοπό και να ορίσει ομάδες παρέμβασης σε κάθε σχολείο. «Αυτό σημαίνει ότι πλέον σε κάθε σχολείο υπάρχει μια ομάδα, η οποία κάθε φορά που καταγράφεται ένα κρούσμα σε σχολείο ενημερώνει τους φορείς, όπως συμβουλευτικά κέντρα δήμων, ψυχολόγους, κοινωνικούς λειτουργούς ακόμα και τον εισαγγελέα ανηλίκων, προκειμένου να παρέμβουν για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα» τόνισε ο κ. Κόπτσης. Σημείωσε ωστόσο ότι σε πολλές περιπτώσεις παρεμβαίνει το ίδιο το σχολείο, για να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα.
Τα κρούσματα στην Κεντρική Μακεδονία
Η αύξηση των κρουσμάτων σχολικής βίας έχει σημάνει συναγερμό τόσο στο Εθνικό Παρατηρητήριο όσο και στα περιφερειακά, καθώς σύμφωνα με έρευνα της Εταιρείας Ψυχοκοινωνικής Υγείας του Παιδιού και του Εφήβου (ΕΨΘΠΕ) το φαινόμενο του σχολικού εκφοβισμού στην Ελλάδα σχεδόν διπλασιάστηκε μέσα σε διάστημα μιας εικοσαετίας, αντιστοιχώντας περίπου στο 12% σε όλες τις ηλικίες, σε θύτες και θύματα. «Η αύξηση των κρουσμάτων μάς ανησυχεί ιδιαίτερα, όπως μας θορύβησαν και τα στοιχεία για την Κεντρική Μακεδονία, όπου μέσα στους δυο τελευταίους μήνες καταγράφηκαν 150 και πλέον περιστατικά βίας στα σχολεία» ανέφερε ο υπεύθυνος του περιφερειακού Παρατηρητηρίου Κατά της Βίας κ. Κόπτσης και πρόσθεσε ότι μόλις προ ημερών σημειώθηκαν νέα κρούσματα σε τρία σχολικά συγκροτήματα της Θεσσαλονίκης. Ο ίδιος ανέφερε ακόμα ότι είναι θετικό το ότι τα μισά και πλέον περιστατικά που γνωστοποιήθηκαν στην ηλεκτρονική φόρμα του Παρατηρητηρίου Κεντρικής Μακεδονίας αντιμετωπίστηκαν από τα ίδια τα σχολεία, συγκεκριμένα, όπως είπε, από τους εκπαιδευτικούς. Παρ’ όλα αυτά, σημείωσε ο κ. Κόπτσης, αυτό δεν συμβαίνει πάντα σε όλα τα σχολεία της περιφέρειας, καθώς πολλοί είναι οι μαθητές της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης που δηλώνουν ότι υπάρχει αδιαφορία εκπαιδευτικών στα φαινόμενα βίας».
Οι επιστήμονες πάντως υποστηρίζουν ότι το φαινόμενο δεν αφορά απλά και μόνο τον θύτη και το θύμα, αλλά το σύνολο της σχολικής ομάδας, όπου ακόμη και οι μη άμεσα εμπλεκόμενοι «παρατηρητές» υπόκεινται στον εκφοβισμό, αλλά ταυτόχρονα μπορούν να διαδραματίσουν έναν σημαντικό ρόλο στην ανατροπή ή μείωση του φαινομένου.
Παιδοψυχολόγοι στα σχολεία
Το θέμα του εκφοβισμού συζητήθηκε διεξοδικά και σε εκδήλωση που διοργάνωσε προ ημερών το Πανελλήνιο Δίκτυο κατά της Βίας στο Σχολείο και η Παιδαγωγική σχολή του ΑΠΘ, με θέμα «Η πρόληψη του εκφοβισμού και της βίας για ένα σύγχρονο, ανθρώπινο και δημοκρατικό σχολείο». Σύμφωνα με τον αναπληρωτή επιστημονικό υπεύθυνο προγραμμάτων της ΕΨΥΠΕ για την ενδοσχολική βία, εκφοβισμός είναι ομαδικό φαινόμενο και ότι η στάση των παρατηρητών είναι ιδιαίτερα σημαντική καθώς η ενεργητική παρέμβασή τους για τη διακοπή τέτοιων περιστατικών μπορεί να οδηγήσει στη μείωση του φαινομένου.
Από την πλευρά τους, ειδικοί επιστήμονες επισήμαναν στην εκδήλωση την αναγκαιότητα να εφαρμόζονται συνεχόμενα στα σχολεία προγράμματα παρεμβατικού χαρακτήρα, ακόμη και στη μόνιμη λειτουργία κατάλληλων υπηρεσιών από παιδοψυχολόγους. Βασικός τους στόχος, όπως είπαν, είναι η αλλαγή του ψυχοσυναισθηματικού κλίματος της τάξης, η ενίσχυση του ρόλου των παρατηρητών και της ομάδας των συνομηλίκων καθώς και η βελτίωση των διαπροσωπικών σχέσεων μεταξύ των συνομηλίκων με γνώμονα αξίες και στάσεις, όπως η αλληλεγγύη και η αλληλοϋποστήριξη, η αποδοχή της διαφορετικότητας, αλλά και η βελτίωση της επικοινωνίας μεταξύ μαθητών και εκπαιδευτικών, και μεταξύ εκπαιδευτικών και γονέων.
Ο βοηθός Συνήγορος του Πολίτη για τα δικαιώματα του Παιδιού Γιώργος Μόσχος ανέφερε ότι σχεδόν τα 2/3 των περιστατικών βίας δεν γίνονται ποτέ γνωστά στους ενήλικες και υπογράμμισε την αναγκαιότητα να δημιουργηθεί ένα συμμετοχικό και βιωματικό σχολείο, που θα περιλαμβάνει στα προγράμματά του περισσότερες δραστηριότητες, τέχνη, παιχνίδι, αγωγή υγείας.
Τρεις στους δέκα μαθητές θύματα ή θύτες
Η αυξητική τάση του φαινομένου της ενδοσχολικής βίας αποτυπώνεται συγκεκριμένα σε αποτελέσματα έρευνας του Παρατηρητηρίου κατά της Βίας του υπουργείου Παιδείας, σύμφωνα με την οποία ο τόπος καταγωγής και η μειονοτική προέλευση των θυμάτων είναι δύο από τις βασικές αιτίες της ενδοσχολικής βίας. Επίσης, σύμφωνα με τα ευρήματα της έρευνας, τρεις στους δέκα μαθητές έχουν πέσει θύματα βίας ή έχουν ασκήσει βία. Από τις απαντήσεις των 61.000 μαθητών που συμμετείχαν στην πανελλήνια έρευνα, προκύπτει ότι η βία ασκήθηκε σε ένα ποσοστό 33% λόγω του τόπου καταγωγής του θύματος, 19% επειδή ανήκε σε άλλη ομάδα-παρέα, 11% επειδή ανήκε σε μειονότητα, 4% λόγω του φύλου του και 33% για κανέναν από τους παραπάνω λόγους.
Παράλληλα, το 32% αξιολογεί τις σχέσεις μεταξύ συμμαθητών καλές, το 34,69% απαντά ότι έχει πέσει θύμα εκφοβισμού, ενώ το 65,11% απαντά αρνητικά. Στην ερώτηση «έχεις ασκήσει βία;», το 34,01% απαντά θετικά και το 65,69% αρνητικά. Ενδιαφέρον για συμμετοχή σε προγράμματα διαχείρισης συγκρούσεων εκδηλώνει το 51,63% των ερωτηθέντων. Μόνο ένα 28% θέλει «αρκετά» να συμμετάσχει σε ένα πρόγραμμα διαχείρισης συγκρούσεων για την καταπολέμηση της βίας, ένα 23% απαντάει «πολύ», ένα 20% «λίγο», ένα μεγάλο ποσοστό, 19%, απαντάει «καθόλου» και ένα 10% «πολύ λίγο».
Της Φανής Σοβιτσλή
fanisovi@gmail.com
Πηγή Δημοσίευσης: www.makthes.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου