«Ο συγγραφέας
πρέπει πάντα να αφηγείται μία ιστορία. Που σημαίνει πρέπει πάντα να παράγει μια
πραγματικότητα…». Έτσι έλεγε ο Γιώργος Χειμωνάς. Στην Ελλάδα ωστόσο, που η
προφορική παράδοση χάνεται στις ρίζες του χρόνου, το προνόμιο της αφήγησης δεν
ανήκει αποκλειστικά στους συγγραφείς. Όλοι -από τις γιαγιάδες και τους
ταξιτζήδες μέχρι τους αρχιεπισκόπους και τους προέδρους της Δημοκρατίας-
προτιμούν να εκφράζονται όχι με θεωρίες αλλά με ιστορίες «από την ίδια τη ζωή»,
όπως επαίρονται «βγαλμένες». Η ζωή βεβαίως είναι απέραντη - ποια φέτα της
διαλέγει ο καθείς να μεταφέρει, να προβάλει και να διαιωνίσει αποτελεί δικό του
ζήτημα.
Ανέκαθεν, όσο θυμάμαι τον εαυτό μου, υπήρχαν κυρίαρχοι, ζωτικοί μύθοι, οι οποίοι κινητοποιούσαν ή και καπέλωναν την ελληνική κοινωνία. Στη δεκαετία του ’70 κυκλοφορούσε ο μύθος της Ελλάδας-τουριστικού παραδείσου: Καμάκια, επαγγελματίες εραστές, στα νησιά αλλά και στην Πλατεία Συντάγματος, νεόδμητα ξενοδοχεία σε κάθε αγροτεμάχιο μετά ή άνευ θέας, στίφη ξανθών αγγέλων από τον Βορρά που κατέφθαναν από τον Απρίλιο έως τον Οκτώβριο με τα λεγόμενα “fucking charters”, τα οποία πιλοτάριζε υπερηφάνως στις ταινίες ο Κώστας Πρέκας.
Με τη Μεταπολίτευση, επέλασε ο μύθος της «απελευθέρωσης», λέξης εκπληκτικά εύπλαστης και άρα δημοφιλούς. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επαγγελόταν μιαν ελληνική δημοκρατία του ανεπτυγμένου κόσμου – το «ανήκομεν εις την Δύσην» συνοψίζει θαυμαστά το πολιτικό του διακύβευμα. Η κομμουνιστογενής Αριστερά όμνυε στους ανεκπλήρωτους αγώνες και στις ηρωικές της θυσίες, επαγγελόταν έναν παράδεισο μαρξισμού-λενινισμού με έντονο άρωμα ελεύθερου βουνού, θυμάρι και φυσεκλίκια, αντάρτικα μα και ρεμπέτικα. Ο Ανδρέας Παπανδρέου σάρωσε τα πάντα επειδή κατάφερε να περιέχει και να εκφράζει σχεδόν τους πάντες: Τόσο τον Μακρυγιάννη, όσο και τον Κέινς, τόσο τον δασύτριχο γραφειοκράτη, όσο και τον ανερχόμενο επιχειρηματία, ο οποίος θεωρούσε εαυτόν κοσμοπολίτη. Η διαβεβαίωσή του ότι «δεν θα γίνουμε τα γκαρσόνια της Ευρώπης», ήχησε ηρωική. Κανείς δεν βρέθηκε να τον ρωτήσει «και τι θα γίνουμε;».
Στο γύρισμα της χιλιετίας, κυριάρχησε το ιδεολόγημα του εκσυγχρονισμού. Μια Ελλάδα πρωταγωνίστρια δύναμη στα Βαλκάνια και κόμβος παράλληλα μεταξύ Ευρώπης και Μέσης Ανατολής. Μια εγχώρια ελίτ ανοιχτών οριζόντων, γνήσια επίγονος των καραβοκύρηδων, των μεγαλέμπορων και των δασκάλων του Γένους που κάποτε μεγαλουργούσαν από την Αραπιά μέχρι και τις παραδουνάβιες ηγεμονίες… Το αεροδρόμιο «Ελευθέριος Βενιζέλος» προβλήθηκε σαν το διαμάντι στο στέμμα του εκσυγχρονισμού και τα ωραία μυθιστορήματα του Νίκου Θέμελη ως η πνευματική του παρακαταθήκη. «Δεν είναι μακέτο!», αναφωνούσε ο Κώστας Σημίτης όποτε εγκαινίαζε κάποιο μεγάλο έργο. Δεν ήταν, πράγματι, μακέτο. Ήταν βιτρίνα…
Οι Ολυμπιακοί Αγώνες απεδείχθησαν μια εκθαμβωτική τούρτα η οποία μάς εκτίναξε απλώς το σάκχαρο. Η «επανίδρυση του κράτους» μια πομφόλυγα του Κώστα Καραμανλή για να κυβερνήσει ρίχνοντας κάπου-κάπου τολμηρές γεωπολιτικές ζαριές (αγωγός Μπουργκάς-Αλεξανδρούπολη) ενώ παράλληλα υπέθαλπτε εκών-άκων τους «κουμπάρους» κι επιδοτούσε τη λαθρόβια εφημερίδα του Τράγκα. Η ατζέντα του Γιώργου Παπανδρέου -η «πράσινη ανάπτυξη», η «ανοιχτή διακυβέρνηση», η «Δανία του Νότου»- προϊόν εργαστηρίου, το οποίο σαρώθηκε ταχύτατα από τους ανέμους της πραγματικότητας.
Ύστερα ήρθε η
κρίση. Και σήμερα, που διανύουμε απαισίως τον τέταρτο χρόνο της, σε τι
προσβλέπουμε; Ποια προοπτική δίνεται στην Ελλάδα, εντός ή εκτός ευρώ,
προσδεδεμένη ή ανεξαρτητοποιημένη από την Ευρώπη;
Ο κυβερνών συνασπισμός αναλώνεται στα τρέχοντα, με την ψυχή διαρκώς στο στόμα. Οι σχεδιασμοί του είναι τρίμηνοι – ουσιαστικά εξαντλούνται στην προσπάθεια εκταμίευσης της επόμενης κάθε φορά δόσης. Ακόμα δε και οι πολυδιαφημισμένες πλην μετέωρες μεταρρυθμίσεις σε τι θα κατέτειναν; Στο «να επιτύχουμε πλεόνασμα». Στο «να σταθεί επιτέλους η χώρα στα πόδια της». Ωραία, αλλά για να πάει πού; Έχετε εσείς ακούσει έναν από τους ηγέτες των τριών κομμάτων της συμπολίτευσης να προσδιορίζει με στοιχειώδη σαφήνεια πώς θα ήθελε να είναι η Ελλάδα σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια; Κι αν τους στριμώχνατε, δεν θα σας αράδιαζαν παρά ομιχλώδεις κοινοτοπίες περί ανεξαρτησίας και ευημερίας, αντάξιες έκθεσης υποψηφίου στις Πανελλαδικές…
Το πρόταγμα, από την άλλη, της μείζονος αντιπολίτευσης, θυμίζει έκθεση μαθητή του γυμνασίου, ο οποίος διάβασε και κακοχώνεψε πολύ Λουντέμη, λίγο Τσόμσκι κι ακόμα λιγότερο Μαρξ. Πέραν της αποτίναξης του μνημονίου και του τερματισμού της λιτότητας, τι ακριβώς έχουν κατά νουν οι κεφαλές του Σύριζα; Να φορολογήσουν γενικώς και αορίστως τον πλούτο; Να ενισχύσουν τον δημόσιο τομέα, καθιστώντας τον -ένας θεός γνωρίζει με ποιόν τρόπο- υγιή και αποδοτικό; Να εξαλείψουν τις αδικίες, να διαφυλάξουν το περιβάλλον, να προστατεύσουν τις πάσης φύσεως μειονότητες; Εάν είσαι ιδιαίτερα καλοπροαίρετος, ένα τέτοιο συμπίλημα καλών προθέσεων σού θυμίζει όχι τον Τσε Γκεβάρα αλλά τον Ρομπέν των Δασών. Εάν τείνεις προς το σαρκασμό, μπαίνεις στον πειρασμό να το συνοψίσεις στη φράση «κάλλιο πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος».
Τα μόνα δύο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα που διαθέτουν μια συγκεκριμένη στόχευση είναι το ΚΚΕ και η «Χρυσή Αυγή». Με την αξιοθαύμαστη παρρησία της, η Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε πριν απ’ τις εκλογές του 2012 πως πρότυπο για το Κόμμα αποτελεί η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι θολώνει τα νερά. Όσο για τη «Χρυσή Αυγή», οι ιδέες, οι μέθοδοι και η αισθητική της είναι τόσο ανατριχιαστικές ώστε δεν ανέχονται ούτε το στοιχειώδες στρογγύλεμα ή ευπρεπισμό…
Ο κυβερνών συνασπισμός αναλώνεται στα τρέχοντα, με την ψυχή διαρκώς στο στόμα. Οι σχεδιασμοί του είναι τρίμηνοι – ουσιαστικά εξαντλούνται στην προσπάθεια εκταμίευσης της επόμενης κάθε φορά δόσης. Ακόμα δε και οι πολυδιαφημισμένες πλην μετέωρες μεταρρυθμίσεις σε τι θα κατέτειναν; Στο «να επιτύχουμε πλεόνασμα». Στο «να σταθεί επιτέλους η χώρα στα πόδια της». Ωραία, αλλά για να πάει πού; Έχετε εσείς ακούσει έναν από τους ηγέτες των τριών κομμάτων της συμπολίτευσης να προσδιορίζει με στοιχειώδη σαφήνεια πώς θα ήθελε να είναι η Ελλάδα σε δέκα ή σε είκοσι χρόνια; Κι αν τους στριμώχνατε, δεν θα σας αράδιαζαν παρά ομιχλώδεις κοινοτοπίες περί ανεξαρτησίας και ευημερίας, αντάξιες έκθεσης υποψηφίου στις Πανελλαδικές…
Το πρόταγμα, από την άλλη, της μείζονος αντιπολίτευσης, θυμίζει έκθεση μαθητή του γυμνασίου, ο οποίος διάβασε και κακοχώνεψε πολύ Λουντέμη, λίγο Τσόμσκι κι ακόμα λιγότερο Μαρξ. Πέραν της αποτίναξης του μνημονίου και του τερματισμού της λιτότητας, τι ακριβώς έχουν κατά νουν οι κεφαλές του Σύριζα; Να φορολογήσουν γενικώς και αορίστως τον πλούτο; Να ενισχύσουν τον δημόσιο τομέα, καθιστώντας τον -ένας θεός γνωρίζει με ποιόν τρόπο- υγιή και αποδοτικό; Να εξαλείψουν τις αδικίες, να διαφυλάξουν το περιβάλλον, να προστατεύσουν τις πάσης φύσεως μειονότητες; Εάν είσαι ιδιαίτερα καλοπροαίρετος, ένα τέτοιο συμπίλημα καλών προθέσεων σού θυμίζει όχι τον Τσε Γκεβάρα αλλά τον Ρομπέν των Δασών. Εάν τείνεις προς το σαρκασμό, μπαίνεις στον πειρασμό να το συνοψίσεις στη φράση «κάλλιο πλούσιος και υγιής παρά φτωχός και άρρωστος».
Τα μόνα δύο από τα κοινοβουλευτικά κόμματα που διαθέτουν μια συγκεκριμένη στόχευση είναι το ΚΚΕ και η «Χρυσή Αυγή». Με την αξιοθαύμαστη παρρησία της, η Αλέκα Παπαρήγα δήλωσε πριν απ’ τις εκλογές του 2012 πως πρότυπο για το Κόμμα αποτελεί η Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Τσεχοσλοβακίας. Κανείς δεν μπορεί να την κατηγορήσει ότι θολώνει τα νερά. Όσο για τη «Χρυσή Αυγή», οι ιδέες, οι μέθοδοι και η αισθητική της είναι τόσο ανατριχιαστικές ώστε δεν ανέχονται ούτε το στοιχειώδες στρογγύλεμα ή ευπρεπισμό…
Δεν έχω την
αφέλεια να πιστεύω ότι το μέλλον μιας χώρας μπορεί να είναι προϊόν διαβούλευσης
κάποιων πεφωτισμένων εγκεφάλων, το οποίο θα εφαρμοστεί επί του κοινωνικού
συνόλου με τη μορφή τριετών ή πενταετών προγραμμάτων. Ξέρω όμως πως τίποτα
-ούτε πατρίδα, ούτε καράβι, ούτε καν παιδικό ποδήλατο- δεν είναι δυνατόν να
κυβερνηθεί εάν εκείνος που κάθεται στο τιμόνι δεν διαθέτει μια ξεκάθαρη ιδέα
για το πού θέλει να φτάσει.
Ο ψάλτης όταν απορεί βήχει. Ο τιμονιέρης εν αμηχανία σύντομα χάνει το κουμάντο. Καταντά κέρινο ομοίωμα του εαυτού του. Ή απλώς σκιάχτρο, που μετά από λίγο το περιφρονούν και τα πουλιά ακόμα.
Ο ψάλτης όταν απορεί βήχει. Ο τιμονιέρης εν αμηχανία σύντομα χάνει το κουμάντο. Καταντά κέρινο ομοίωμα του εαυτού του. Ή απλώς σκιάχτρο, που μετά από λίγο το περιφρονούν και τα πουλιά ακόμα.
Πηγή δημοσίευσης : www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου