Εξεπλάγην διαβάζοντας το χθεσινό άρθρο του Νίκου Μπίστη με τίτλο «Και Πατριώτης και Γερμανοτσολιάς. Και εξεπλάγην διότι είμαι βέβαιος πως ο αγαπητός Μπίστης ομνύει εξίσου με εμένα στη φράση του Διονυσίου Σολωμού «Το έθνος πρέπει να μάθει να θεωρεί εθνικό ό,τι είναι αληθινό». Ότι συμφωνεί πως εμπρός στην αποκάλυψη, στην πλήρη καταύγαση της αλήθειας όλες οι σκοπιμότητες -όσο αγαθές κι αν είναι- υποχωρούν. Ότι τα στρογγυλέματα της Ιστορίας, οι κάθε είδους μανιχαϊσμοί, την καταντούν ένα εύπεπτο ανάγνωσμα, όπου οι καλοί συγκρούονται με τους κακούς, περνάνε δια πυρός και σιδήρου, πλην το φρόνημα και η πίστη τους διατηρείται ακέραια και τους οδηγεί στον τελικό θρίαμβο.
Μακάρι να συνέβαινε έτσι. Μακάρι να ζούσαμε σε έναν τόσο απλό, παιδικό σχεδόν, κόσμο…
Τι ακριβώς έχει συμβεί; Πριν από έξι σχεδόν μήνες, η Ιζαμπέλλα Παλάσκα, θυγατέρα του Ιωάννη Βουλπιώτη, εξέδωσε μια μυθιστορηματική βιογραφία του πατέρα της με τίτλο «Άγγελος ή Δαίμονας». Το βιβλίο είναι γλαφυρότατα γραμμένο, φωτίζει κατά συναρπαστικό τρόπο τη σκοτεινή πλευρά μιας εποχής, αναπλάθει την περιρρέουσα ατμόσφαιρα, το ύφος και το ήθος των ηρώων του. Για αυτό και γνώρισε ιδιαίτερη επιτυχία. Για αυτό και αναζωπύρωσε το ενδιαφέρον σχετικά με ένα πρόσωπο προ πολλού λησμονημένο.
Ποιος ήταν ο Ιωάννης Βουλπιώτης; Ένας δαιμόνιος τύπος, γεννημένος στην Αθήνα το 1902, χαρισματικός μαθητής που με τη συμβουλή του Δημήτρη Γληνού πήγε για σπουδές στη Γερμανία. Εκεί εξεπόνησε δύο διδακτορικά, το ένα με την καθοδήγηση του Καρλ Γιουνγκ. Εκεί προσελήφθη στη Ζίμενς και ανέλαβε, πριν τα τριάντα του, τις διεθνείς σχέσεις του επιχειρηματικού ομίλου. Εκεί παντρεύτηκε την κόρη του Φον Ζίμενς. Όταν χώρισε, επέστρεψε στην Ελλάδα ως εκπρόσωπος της Ζίμενς και της Τελεφούνκεν. Έγινε φυσικά προνομιακός συνομιλητής τόσο των εν Αθήναις Γερμανών, όσο και της ελληνικού δικτατορικού καθεστώτος, του Μεταξά και των στελεχών του. Η ικανότητά του να ανακαλύπτει μοχλούς πίεσης, του επέτρεψε να φέρει, προς στιγμήν, σε δύσκολη θέση και τη βασιλική ακόμα οικογένεια. Πριν από το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου, μα και καθ’ όλη τη διάρκεια της Κατοχής, ο Ιωάννης Βουλπιώτης συνωμοτούσε προς πάσα σχεδόν κατεύθυνση. Καλλιεργούσε σχέσεις με Γερμανούς, Ιταλούς αλλά και με πράκτορες των συμμάχων. Συναντιόταν με Έλληνες παλαιούς πολιτικούς, με την εν Αθήναις ηγεσία του ΕΔΕΣ, αλλά και με τον Γληνό ως εκπρόσωπο του ΕΑΜ/ΕΛΑΣ. Εισηγούνταν αρχικά την επιστροφή του εξόριστου στη Γαλλία στρατηγού Πλαστήρα και την ανάδειξή του στο αξίωμα του προέδρου μιας, υπό τον Άξονα, «Ελληνικής Δημοκρατίας» και στη συνέχεια την αξιοποίηση του ναύαρχου Φον Κανάρη στον ίδιο ρόλο. Όταν διεφάνη η ήττα των Ναζί, ο Βουλπιώτης είχε την ιδέα να δημιουργηθούν τα Τάγματα Ασφαλείας ως ασπίδα απέναντι στον κομμουνιστικό κίνδυνο, αλλά και ως κολυμβήθρα του Σιλωάμ που θα ξέπλενε τις αμαρτίες των δοσιλόγων. Παράλληλα έκανε όλες τις αναγκαίες -ταχυδακτυλουργικές- κινήσεις, ώστε ο ίδιος όχι απλώς να επιβιώσει μα και να εξακολουθήσει να προκόβει στον μεταπολεμικό κόσμο...
Και ερωτώ: Δεν έχει νόημα η βιογράφηση μιας τέτοιας προσωπικότητας; Δεν είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον και διδακτικότατο να πληροφορηθούμε πώς διαπλεκόταν προπολεμικά το κεφάλαιο με την πολιτική ηγεσία; Να μάθουμε ότι η αθηναϊκή ελίτ γλυκοκοίταζε επί μεγάλο χρονικό διάστημα, τόσο τον βρετανικό παράγοντα, όσο και τις δυνάμεις κατοχής; Ότι η ίδρυση των Ταγμάτων Ασφαλείας έγινε ασμένως δεκτή από μια πλειάδα κορυφαίων πολιτικών, αρκετοί από τους οποίους διέθεταν δημοκρατικές και ηρωικές, κατά τη Μικρασία, δάφνες; Πώς η αντίθετη αντίληψη του εθνικού συμφέροντος έφερε ανθρώπους, εξίσου αγαθών προθέσεων, στα μαχαίρια;
Ο αγαπητός Νίκος Μπίστης δεν διάβασε -φευ!- το βιβλίο. Παρακολούθησε, απλώς, μια τηλεοπτική εκπομπή. Άμα έγραφε πως απέναντι στην καλεσμένη Ιζαμπέλλα Παλάσκα έπρεπε να βρίσκεται κάποιος ιστορικός επιστήμονας, για να επισημάνει και να καυτηριάσει τυχόν ανακρίβειές της, θα συμφωνούσα απολύτως. Άμα αντιδρούσε σε μιαν απόπειρα εξιδανίκευσης του Βουλπιώτη (που, πάντως, δεν υπάρχει στο βιβλίο), θα υπερθεμάτιζα. Εκείνο όμως που φρονεί είναι πως η δημόσια τηλεόραση διέπραξε ολίσθημα, προβάλλοντας και μόνο την περίπτωση Βουλπιώτη. «Εάν είχε κάνει στη Γαλλία όσα έκανε κατά την Κατοχή στην Ελλάδα, ο Ντε Γκωλ θα τον είχε στήσει στα έξι μέτρα…», γράφει. Η αλήθεια, ωστόσο, είναι πως πολυάριθμα στελέχη της δοσιλογικής κυβέρνησης Πετέν βγήκαν αλώβητα και αναδείχθηκαν σε πυλώνες της μεταπολεμικής Γαλλίας. Ακόμα και για τον Φρανσουά Μιτεράν υπήρχε η σκιά μιας σύντομης συνεργασίας με το καθεστώς του Βισί… Μα και να είχε εκτελεστεί ο Βουλπιώτης, ποια λογική εξωραϊσμού του παρελθόντος θα μας απαγόρευε να ασχοληθούμε με την περίπτωσή του; Στους κρίσιμους καιρούς που ζούμε, η δημόσια τηλεόραση, αλλά και όποιος διαθέτει δημόσιο λόγο, οφείλει να αντικρίζει κατάματα το παρελθόν και να το αναδεικνύει με όλες τις αιματηρές του αντιθέσεις. Μονάχα η πλήρης γνώση θα αποτρέψει την επανάληψη.
«Και τα παιδιά και τα εγγόνια των εκτελεσμένων και βασανισμένων από Γερμανούς και συνεργάτες τι πρέπει να κάνουν;», αναρωτιέται ο Νίκος Μπίστης. Απαντάω επί προσωπικού καθώς ο παππούς μου, Χρήστος Χωμενίδης, υπήρξε εκ των τεσσάρων ιδρυτών του ΕΑΜ, απεσταλμένος της ΠΕΕΑ στην Πελοπόννησο και συλληφθείς απαγχονίσθηκε από τα Τάγματα Ασφαλείας στην Πάτρα. Ένα απόγευμα του 1977, αγαπητέ Νίκο Μπίστη, έντεκα χρονών ήμουν, ο πατέρας μου μού έδωσε με δυο φράσεις την πυξίδα με την οποία προσπαθώ να κινούμαι σε όλη τη ζωή μου. «Ο παππούς σου», μου είπε, «εκτελέστηκε από τους δοσίλογους. Ο εξ αγχιστείας θείος σου, Γ.Κ., συνεργάστηκε μαζί τους. Το πιο εύκολο για μένα θα ήταν να τον μισώ τυφλά, αφού ήταν με εκείνους που μου στέρησαν τον μπαμπά μου. Το δύσκολο είναι να προσπαθήσω να δω τον κόσμο με τα μάτια του, να ανακαλύψω τα όποια ελαφρυντικά του, να βρω το όποιο δίκιο του. Όχι για να τον αθωώσω. Μα για να τον καταλάβω. Αυτό είναι το πνεύμα του ανθρωπιστικού σοσιαλισμού για τον οποίον θυσιάστηκε ο παππούς σου: Το να καταφέρνεις να μπαίνεις στη θέση των άλλων».-
Πηγή δημοσίευσης: www.protagon.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου